λήθ-η

  • 1Λῆθ' — Λῆθαι , Λήθη forgetting fem nom/voc pl Λῆθε , Λῆθος masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2λῆθ' — λῆτε , λάω 1 pres imperat act 2nd pl (doric) λῆτε , λάω 1 pres subj act 2nd pl (doric) λῆτε , λάω 1 pres ind act 2nd pl (doric) λῆται , λάω 1 pres subj mp 3rd sg (doric) λῆται , λάω 1 pres ind mp 3rd sg (doric) λῆτε , λάω 2 seize pres imperat act …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… …

    Dictionary of Greek

  • 4λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… …

    Dictionary of Greek

  • 5λαθάνεμος — και ληθάνεμος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιος («λαθάνεμος ὥρα», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω, (πρβλ. αόρ. ἔ λαθ ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ άνεμος, κωλυσ άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6ληθάνω — (Α) λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λέ ληθ α, λήθη)) …

    Dictionary of Greek

  • 7πευκεδανός — ή, όν, Α πικρός, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανοϊο», Ομ. Ιλ. β. «πευκεδανὴν θάλασσαν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται από το ουσ. πεύκη, αλλά ο ακριβής τρόπος σχηματισμού είναι αβέβαιος. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο η… …

    Dictionary of Greek

  • 8АНАМНЕСИС —     АНАМНЕСИС (греч. ἀνάμνησις), термин платоновской философии, обозначающий припоминание человеческой душой вечных идей, которые она созерцала до своего рождения в смертном теле.     Концепция знания как припоминания развита Платоном в диалогах… …

    Античная философия

  • 9λήθος — λῆθος, δωρ. τ. λᾱθος, τὸ (Α) η λήθη, η λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη)] …

    Dictionary of Greek

  • 10λήθω — (Α) λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη)] …

    Dictionary of Greek