λέω την
121κακολογώ — κακολόγησα, κακολογήθηκα, κακολογημένος, λέω κακά λόγια για κάποιον, τον κατηγορώ: Δε σε κακολογώ γι αυτή σου την πράξη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
122παραλογίζομαι — παραλογίστηκα, παραλογισμένος, λέω ή κάνω κάτι αντίθετο στη λογική, ανοηταίνω: Όταν χάνεις την ψυχραιμία σου, παραλογίζεσαι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
123παρατάσσω — παρέταξα, παρατάχτηκα, παραταγμένος 1. βάζω στη γραμμή, αραδιάζω: Οι μαθητές παρατάχτηκαν σε δυο γραμμές. 2. μτφ., προβάλλω, παραθέτω, λέω, διατυπώνω: Παρέταξε ένα σωρό επιχειρήματα, για να θεμελιώσει την άποψή του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
124προφέρω — και προφέρνω πρόφερα 1. λέω λέξεις ή φθόγγους: Δεν μπορεί να προφέρει το ρ. 2. ξεστομίζω: Μόλις συνήλθε πρόφερε μια λέξη, αλλά δεν την καταλάβαμε …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
125τραγουδώ — τραγούδησα, τραγουδήθηκα και τραγουδίστηκα, τραγουδισμένος και τραγουδημένος 1. λέω τραγούδια, μελωδώ: Έρχεται τραγουδώντας. 2. εξυμνώ με στίχους: Ο Σολωμός τραγούδησε την ελευθερία. 3. (για πουλιά), κελαηδώ, λαλώ: Τα πουλιά τραγουδάνε στα κλωνιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
126χωρατεύω — χωράτεψα 1. λέω ή κάνω αστεία, αστειεύομαι: Αυτός λέει πάντα την αλήθεια, δε χωρατεύει. 2. φρ., «O καιρός σήμερα δε χωρατεύει», O καιρός είναι πολύ άσχημος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
127ψηφοφορώ — ψηφοφόρησα, έχω δικαίωμα ψήφου, ψηφίζω, λέω τη γνώμη μου με την ψήφο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)