λέως

  • 61πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… …

    Dictionary of Greek

  • 62πυρένδυτος — ον, Μ ο περιβεβλημένος από φωτιά («πυρένδυτος βάτος», Γερμ. Κων/λεως). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ ένδυτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 63τιμαλφώ — έω, ΜΑ [τιμαλφής] δοξολογώ («ὑπὲρ πολλῶν τιμαλφῶν λόγοις νίκαν», Πίνδ.) αρχ. εορτάζω, πανηγυρίζω («αὐτὸν κάρτα τιμαλφεῑ λεώς», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 64υποστένω — Α 1. στενάζω ήρεμα 2. γογγύζω («ὑποστένοι μεντἂν ὁ θρανίτης λεώς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στένω «στενάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 65φλέως — ω, ο, ΝΑ, και φλέο, το, Ν, και φλέος, και ιων. τ. φλοῡς, και φλοῡν, τὸ, Α νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών φυτών αρχ. είδος υδροχαρούς καλάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: φλέως …

    Dictionary of Greek

  • 66φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου …

    Dictionary of Greek

  • 67χειρώνακτας — ο / χειρῶναξ, ώνακτος, ΝΑ εργαζόμενος με καταβολή τής σωματικής δύναμής του, αυτός που εργάζεται με τα χέρια του (α. «οι περισσότεροι κάτοικοι είναι χειρώνακτες» β. «καπήλους τε καὶ χειρώνακτας καὶ ἀγοραίους ἀνθρώπους», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 68όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… …

    Dictionary of Greek

  • 69Λεώ — Λεώ̆ , Λεώς men masc gen sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 70Λεών — Λεώ̆ν , Λεώς men masc acc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)