λέως

  • 41MISSA — a mittendo populum. Unde antiquis German. Senta, Anglis adhuc Sent. Hinc Missale, liber quô continentur omnia ad Missam quottidie dicendam pertinentia. Missaticum Nuntium. Missaticum Regis, legatio, iussio, mandatum, quod Rex per nuntium vel.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 42SUSARION — (vide et Sysarion) cum Dolone, Icarienses (a pago dicti) inventores Scenae tabulatae, in Comoedia, memorantur in Marmore Arundeliano, apud Ioh. Marshamum Saecul. XVIII. Et quidem ille, in Dionysiorum celebritate hos 4. senarios de feminis… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 43VANNUS — an quod vana, id est, levia volant: an a βἀλλειν i. e. iactatione, in sacris olim Bacchi adhibita, mystice denotabat, ut Vannô repugatur triticum ab aceribus ac retrimentis, ita Iacchi sacris mundari animam ab omni crimine anteacto. Unde Virg. l …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 44Πρωτεσίλαος — Θεσσαλός πρίγκιπας που πήρε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε στις ακτές της Τροίας, αψήφησε τον χρησμό και αποβιβάστηκε με θάρρος πρώτος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί αμέσως από τον Έκτορα. Η νεαρή σύζυγός… …

    Dictionary of Greek

  • 45ίλεως — ἵλεως, ων (ΑΜ, Α και ἵλαος και ἵλεος, ον και αιολ. τ. ἴλλαος, ον) (για τον θεό) εύσπλαγχνος, πολυέλεος («καὶ ἵλεως, ἵλεως, γενοῡ ἡμῑν, Δέσποτα, ἐπὶ ταῑς ἁμαρτίαις ἡμῶν») αρχ. 1. (για θεούς) ευμενής («ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῑν») 2. (για… …

    Dictionary of Greek

  • 46ενάλιος — α, ο (AM ἐνάλιος, α, ον και ἐνάλιος, ον Α επικ. και λυρικ. τ. εἰνάλιος, α, ον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται ή ζει στη θάλασσα, θαλάσσιος, θαλασσινός (α. «ἐναλίων πόρων», Αισχ. β. «ἐνάλιος λεώς» οι ναυτικοί, Σοφ. γ. «Νηρέος εἰναλίοι τε κόραι» οι …

    Dictionary of Greek

  • 47ενθάδε — (AM ἐνθάδε) επίρρ. 1. (για στάση σε τόπο) εδώ, σ αυτόν τον τόπο (α. «ἅπαντες γὰρ ἐσμεν ἐνθάδε», ΚΔ β. «ενθάδε κείται ο τάδε», επιγρ. τάφων) 2. (για κίνηση) προς αυτό εδώ το μέρος («φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθέ ἐνθάδε», ΚΔ) αρχ. 1. σ αυτόν εδώ… …

    Dictionary of Greek

  • 48ζευξίγαμος — ζευξίγαμος, ἡ (Α) (για τον πλανήτη Αφροδίτη) αυτή που συνδέει με τους δεσμούς τού γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευξι + γάμος ζευξι (< ζεύγνυμι πρβλ. και ζευξί λεως κατά τα σύνθετα τού τύπου τερψί μβροτος + γαμος, (< γάμος) πρβλ. α πειρό γαμος,… …

    Dictionary of Greek

  • 49ζευξίλεως — ( ω), ὁ (Α) (για βασιλείς) αυτός που υποτάσσει τους λαούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι (< ζεύγνυμι) + λεώς «λαός» (πρβλ. βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 50ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… …

    Dictionary of Greek