λέσχη
1Λέσχη — couch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2λέσχη — couch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3Λέσχῃ — Λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) …
4λέσχῃ — λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) …
5λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …
6λέσχη — η 1. χώρος συγκέντρωσης ατόμων που έχουν το ίδιο επάγγελμα ή ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, το εντευκτήριο: Η ταινία θα προβληθεί στην κινηματογραφική λέσχη. 2. χαρτοπαιχτικό κέντρο: Κάθε βράδυ χάνει χρήματα στη λέσχη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7Ιακωβίνων, λέσχη των- — Η σημαντικότερη πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Προερχόταν από την Εταιρεία των φίλων του συντάγματος, η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλίες από τη Βρετανική λέσχη (club Breton), και περιλάμβανε στους …
8Λέσχαι — Λέσχη couch fem nom/voc pl Λέσχᾱͅ , Λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) …
9λέσχαι — λέσχη couch fem nom/voc pl λέσχᾱͅ , λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) …
10ЛЕСХА — • Λέσχη, (может быть, от λέγειν, беседа). Л. в Спарте были местом собраний членов отдельных общин частью для беседы, частью для исполнения некоторых обязанностей, так, напр., старейшины Л. должны были решать, следовало ли воспитывать… …