λέπισμα
1λέπισμα — peel neut nom/voc/acc sg …
2λέπισμα — (I) λέπισμα, τὸ (Α) [λεπίζω (Ι)], αυτό που αφαιρείται με ξεφλούδισμα, το φλούδι. (II) το ζωολ. γένος θυσάνουρων εντόμων τής οικογένειας λεπισμίδες …
3λεπισμάτων — λέπισμα peel neut gen pl …
4λεπίσμασι — λέπισμα peel neut dat pl …
5λεπίσμασιν — λέπισμα peel neut dat pl …
6λεπίσματα — λέπισμα peel neut nom/voc/acc pl …
7λεπίσματι — λέπισμα peel neut dat sg …
8λεπίσματος — λέπισμα peel neut gen sg …
9lepisma — (del gr. «lépisma», escama; Lepisma saccharina) f. Insecto tisanuro nocturno, originario de América, pero extendido por todo el mundo, que roe el cuero, el papel y el azúcar. * * * lepisma. (Del gr. λέπισμα, escama). f. Insecto tisanuro de unos… …
10αιολόθριψ — (aelothrips). Γένος εντόμων της τάξης των θυσανούρων. Τα έντομα αυτά δεν έχουν φτερά και το σώμα τους καλύπτεται από τρίχες και καταλήγει σε σμήριγγες. Τα γνωστότερα είδη των εντόμων αυτών είναι τα γνωστά με το επιστημονικό όνομά τους λέπισμα το… …
- 1
- 2