λέπας
1λέπας — λέπας, τὸ (Α) βουνό πετρώδες και γυμνό, βράχος («ἠερίη Γεράνεια, κακὸν λέπας», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με λατ. lapis, idis «πέτρα» (το a τού lapis είναι δυσερμήνευτο), οπότε η λ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *lep «αποσπώ, αφαιρώ τον φλοιό»… …
2λεπάς — limpet fem nom sg …
3λέπας — bare rock neut nom/voc/acc sg …
4λεπάς — η (Α λεπάς, άδος) [λέπας] όστρακο που προσκολλάται σε βράχο ή στα επιπλέοντα σε νερά αντικείμενα, η πεταλίδα …
5λεπάδα — λεπάς limpet fem acc sg …
6λεπάδας — λεπάς limpet fem acc pl …
7λεπάδες — λεπάς limpet fem nom/voc pl …
8λεπάδεσσι — λεπάς limpet fem dat pl (epic aeolic) …
9λεπάδεσσιν — λεπάς limpet fem dat pl (epic aeolic) …
10λεπάδι — λεπάς limpet fem dat sg …
Страницы