λέπαργος
1λέπαργος — λέπαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.) 2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμ αργος, πύγ αργος)] …
2λέπαργος — with white coat masc/fem nom sg …
3λεπάργου — λέπαργος with white coat masc/fem/neut gen sg …
4λεπάργῳ — λέπαργος with white coat masc/fem/neut dat sg …
5λέπαργε — λέπαργος with white coat masc/fem voc sg …
6λέπαργοι — λέπαργος with white coat masc/fem nom/voc pl …
7αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …