λέπαδνον
1λέπαδνον — broad leather strap neut nom/voc/acc sg …
2λεπάδνοις — λέπαδνον broad leather strap neut dat pl …
3λεπάδνου — λέπαδνον broad leather strap neut gen sg …
4λεπάδνων — λέπαδνον broad leather strap neut gen pl …
5λεπάδνῳ — λέπαδνον broad leather strap neut dat sg …
6λέπαδνα — λέπαδνον broad leather strap neut nom/voc/acc pl …
7λέπαδνο — το (Α λέπαδνον και λέπαμνον) νεοελλ. δερμάτινος ιμάντας που συνάπτεται στο πίσω μέρος τής σαγής τού ίππου για να τόν εμποδίζει να λακτίζει αρχ. 1. ιμάντας που συνδέει τον ζυγό με τον μασχαλιστήρα τών υποζυγίων («ἅρμασιν δ ὕπο ζεύγνυσιν αὐτὼ καὶ… …
8λεπαδνιστήρ — λεπαδνιστήρ, ῆρος, ὁ (Α) το άκρο τού λεπάδνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπαδνον, μέσω ενός αμάρτυρου *λεπαδνίζω + επίθημα τήρ, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. βραχιονισ τήρ, κορυφισ τήρ)] …
9λεπάδνωι — λεπάδνῳ , λέπαδνον broad leather strap neut dat sg …
10λέπαδν' — λέπαδνα , λέπαδνον broad leather strap neut nom/voc/acc pl …