λέοντα
1Λέοντα — Λέων masc acc sg …
2λέοντα — λέων masc acc sg …
3Ὁ νεβρὸς τὸν λέοντα. — (ἕλοι). См. Дай Бог нашему теляти, да волка поймати …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Ἔνα... ἀλλά λέοντα. — ἔνα... ἀλλά λέοντα. См. Редко, да метко …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα γράφειν. — См. Знать зверя по когтям, да по ушам …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6Λέονθ' — Λέοντα , Λέων masc acc sg Λέοντι , Λέων masc dat sg Λέοντε , Λέων masc nom/voc/acc dual …
7λέονθ' — λέοντα , λέων masc acc sg λέοντι , λέων masc dat sg λέοντε , λέων masc nom/voc/acc dual …
8Λέοντ' — Λέοντα , Λέων masc acc sg Λέοντι , Λέων masc dat sg Λέοντε , Λέων masc nom/voc/acc dual …
9λέοντ' — λέοντα , λέων masc acc sg λέοντι , λέων masc dat sg λέοντε , λέων masc nom/voc/acc dual …
10Ίσαυροι — Βυζαντινή δυναστεία, η οποία προερχόταν από την Ισαυρία (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας – παρότι τόπος γέννησης του ιδρυτή της δυναστείας, Λέοντα Γ’, ήταν η Γερμανικεία της Συρίας. Χάρη στα δύο πρώτα μέλη της, η δυναστεία των Ι. διαδραμάτισε ιδιαίτερο… …