λέξομεν

  • 1λέξομεν — λέγω 1 lay aor subj act 1st pl (epic) λέγω 1 lay fut ind act 1st pl λέγω 2 pick up fut ind act 1st pl λέγω 3 lay aor subj act 1st pl (epic) λέγω 3 lay fut ind act 1st pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… …

    Dictionary of Greek