λέξιν

  • 21καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …

    Dictionary of Greek

  • 22κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 23ονυχόσχιση — η ιατρ. η απόσπαση τού νυχιού από την κοίτη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onychoschizia (< όνυχας [Ι] + σχισία < σχίση), κατά λέξιν «ονυχοσχισία»] …

    Dictionary of Greek

  • 24παρεγκλίνω — Α [εγκλίνώ] 1. δίνω πλάγια κλίση σε κάτι, τό κάνω να κλίνει προς τα πλάγια 2. τοποθετώ δίπλα ή κοντά σε κάτι 3. κλίνω, γέρνω προς τα πλάγια 4. παρεκκλίνω, αλλάζω πορεία 5. μτφ. παρεκτρέπομαι, περιφέρομαι άσκοπα 6. διαφοροποιώ ελαφρά, αλλάζω κάπως …

    Dictionary of Greek

  • 25ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… …

    Dictionary of Greek

  • 26σκληραγωγώ — σκληραγωγῶ, έω, ΝΑ ανατρέφω κάποιον με τραχύτητα και αυστηρότητα, τόν εθίζω στις ταλαιπωρίες, τόν εξοικειώνω με τις κακουχίες νεοελλ. μέσ. σκληραγωγούμαι, έομαι συνηθίζω τον εαυτό μου στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες αρχ. φρ. «σκληραγωγῶ τὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 27σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …

    Dictionary of Greek

  • 28Βεργίτσης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων του 16ου αι., που κατάγονταν από την Κρήτη. 1. Άγγελος. Νέος ακόμα εγκαταστάθηκε στη Βενετία, όπου ασκούσε το επάγγελμα του αντιγραφέα ελληνικών χειρογράφων. Το 1535 πήγε στο Παρίσι, όπου άσκησε το επάγγελμά του στην αυλή… …

    Dictionary of Greek

  • 29ИСИХИЙ ИЕРУСАЛИМСКИЙ — [греч. ῾Ησύχιος, πρεσβύτερος ῾Ιεροσολύμων] (2 я пол. IV в. ок. 451), прп., пресвитер (пам. 28 марта, согласно Месяцеслову имп. Василия II; 22 сент., согласно Палестино грузинскому календарю; а также в Соборе всех прп. отцов в субботу сырной… …

    Православная энциклопедия