λέμφ-ος

  • 1λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… …

    Dictionary of Greek

  • 2λέμφωμα — το ιατρ. κάθε μη φυσιολογική διόγκωση λεμφικού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphoma < lymph(o) (βλ. λεμφ[ο] ) + κατάλ. oma] …

    Dictionary of Greek

  • 3λεμφαγγείωμα — το ιατρ. όγκος αποτελούμενος από αγγειακές κοιλότητες που περιβάλλονται από ενδοθήλιο και περιέχουν λέμφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphangioma < νεολατ. lymphangion < lymph (πρβλ. λεμφ[ο] ) + ἀγγεῖον] …

    Dictionary of Greek

  • 4λεμφαδένωμα — το ιατρ. γενικός χαρακτηρισμός κάθε υπερπλασίας λεμφικού ιστού υπό μορφή όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lymphadenome < lymph(o) (πρβλ. λεμφ[ο] ) + adenome (πρβλ. αδένωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1890… …

    Dictionary of Greek

  • 5λεμφατισμός — ο ιατρ. η λεμφατική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphatism < αγγλ. lymphatic < lymph(o) (πρβλ. λεμφ[ο] ) + κατάλ. ism] …

    Dictionary of Greek

  • 6λεμφοκύτταρο — το μονοπύρηνο λευκό αιμοσφαίριο μικρών διαστάσεων, που περιέχει μειωμένη ποσότητα κυτταροπλάσματος και απαντά κυρίως στους λεμφικούς ιστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphocyte < lymph(o) (βλ. λεμφ[ο] ) +… …

    Dictionary of Greek

  • 7λύμφη — η η λέμφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λεμφ(ο)] …

    Dictionary of Greek

  • 8περίλεμφος — και περιλύμφη, η, Ν ανατ. υγρό που περιέχεται στους εξωκυττάριους χώρους μεταξύ τού οστέινου και υμενώδους λαβυρίνθου τού αφτιού, ο οποίος τήν χωρίζει από την ενδόλεμφο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. perilymph < περι * + lymph (< λατ …

    Dictionary of Greek