λέλᾰφα
1λέλαφα — λάπτω Epic. Alex.Adesp. perf ind act 1st sg …
2λελάφασιν — λελάφᾱσιν , λάπτω Epic. Alex.Adesp. perf ind act 3rd pl …
3λάπτω — και λάφτω (Α λάπτω) πίνω νερό με τη γλώσσα («λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πίνω με απληστία, ρουφώ («αἷμα λέλαφας», Αριστοφ. 2. μέσ. λάπτομαι καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητικός εκφραστικός τ. που συνδέεται με άλλους ΙΕ (πρβλ.… …