λέγετε

  • 1λέγετε — λέγω 1 lay pres imperat act 2nd pl λέγω 1 lay pres ind act 2nd pl λέγω 1 lay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) λέγω 2 pick up pres imperat act 2nd pl λέγω 2 pick up pres ind act 2nd pl λέγω 2 pick up imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) λέγω …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2λέγεθ' — λέγετε , λέγω 1 lay pres imperat act 2nd pl λέγετε , λέγω 1 lay pres ind act 2nd pl λέγεται , λέγω 1 lay pres ind mp 3rd sg λέγετο , λέγω 1 lay imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λέγετε , λέγω 1 lay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) λέγετε …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3λέγετ' — λέγετε , λέγω 1 lay pres imperat act 2nd pl λέγετε , λέγω 1 lay pres ind act 2nd pl λέγεται , λέγω 1 lay pres ind mp 3rd sg λέγετο , λέγω 1 lay imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) λέγετε , λέγω 1 lay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) λέγετε …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Matthew 16:2b–3 — Gospel of Matthew 16:2b–3 (the signs of the times), the passage describes a confrontation between Jesus and the Pharisees and Sadducees over their demand for a sign from heaven. It is one of several passages of the New Testament that are absent… …

    Wikipedia

  • 5άμε — (πληθ. άμετε και αμέτε πήγαινε, φύγε (πληθ. πηγαίνετε, φύγετε). [ΕΤΥΜΟΛ. Μόριο παρακελευσματικό, β΄ πρόσωπο ενικού και πληθυντικού (άμε, άμετε). Ετυμολογικά οι τ. άμε άμετε είναι ρηματικής προελεύσεως. Συγκεκριμένα το μόριο άμε προήλθε από την… …

    Dictionary of Greek

  • 6κατηγορηματικός — ή, ό [κατηγόρημα] 1. αυτός που διατυπώνεται σαφώς και απεριφράστως, ρητός, οριστικός και ανεπιφύλακτος («η απάντηση ήταν κατηγορηματική») 2. αυτός που έχει θέση κατηγορουμένου 3. φρ. α) «κατηγορηματική μετοχή» η μετοχή η οποία λειτουργεί ως… …

    Dictionary of Greek

  • 7λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …

    Dictionary of Greek

  • 8υπερβατός — ή, ό / ὑπερβατός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερβαίνω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί, να ξεπεράσει 2. το ουδ. ως ουσ. το υπερβατό και τὸ ὑπερβατὸν (γραμμ. ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις τής πρότασης, οι οποίες συνδέονται στενά ή… …

    Dictionary of Greek