λέγεται δὲ

  • 51πολυμορφισμός — Διαφορά όψης μεταξύ ατόμων του ίδιου είδους, που αφορούν στη μορφή (κυρίως π.) αλλά και στο χρώμα (πολυχρωμισμός) ή στις διαστάσεις ή και άλλους χαρακτήρες. Όταν οι διαφορετικές μορφές είναι μονάχα δυο, τότε έχουμε διμορφισμό. Ο ατομικός π. έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 52γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 53λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …

    Dictionary of Greek

  • 54τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …

    Dictionary of Greek

  • 55αντίκλινο — Στη γεωλογία, σημαίνει μια τοξοειδή πτυχή των στρωμάτων του φλοιού της Γης με το κυρτό μέρος προς τα πάνω, αντίθετα προς το σύγκλινο. Αποτελείται από την κορυφή, δηλαδή το σημείο μέγιστης καμπυλότητας των στρωμάτων, και τις δύο πλευρές που… …

    Dictionary of Greek

  • 56αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α …

    Dictionary of Greek

  • 57αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …

    Dictionary of Greek

  • 58απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… …

    Dictionary of Greek

  • 59θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …

    Dictionary of Greek

  • 60ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …

    Dictionary of Greek