Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λέγεται

  • 1 называть(ся)

    ρ.δ.
    βλ. назвать 1.
    εκφρ.
    называть(ся) вещи своими (собственными, настоящими) именами – ομιλώ απερίφραστα λέγω σταράτα•
    так называемый – ο λεγόμενος, ο επιλεγόμενος, ο καλούμενος, ο κατ όνομα, ο δήθεν.
    βλ. назваться.
    εκφρ.
    что -ется – όπως λέγεται, όπως λένε, όπως συνηθίζεται να λέγεται.
    ρ.δ.
    βλ. назвать(ся) 2.

    Большой русско-греческий словарь > называть(ся)

  • 2 невыразимый

    επ., βρ: -зим, -а, -о.
    1. ανέκφραστος, ανείπωτος, που δε λέγεται•

    -ая красо)та ομορφιά που δε λέγεται•

    невыразимый ужас ανέκφραστη φρίκη.

    2. πλθ. -ые (αστ.) σώβρακο.

    Большой русско-греческий словарь > невыразимый

  • 3 неизреченный

    επ., βρ: -чен, -чнна, -чнно παλ. ανέκφραστος, ανομολόγητος, ανείπωτος, άρρητος, που δε λέγεται•

    -ая красота ομορφιά που δε λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > неизреченный

  • 4 говориться:

    говор||иться:
    как \говориться:ится ὀπως λένε, ὀπως λέγεται· в книге \говориться:и́тся τό βιβλίο λέει.

    Русско-новогреческий словарь > говориться:

  • 5 молва

    молва
    ж ἡ φήμη:
    людская \молва ἡ διάδοση [-ις]· идет \молва, что... λέγεται (или διαδίδεται) ὁτι...

    Русско-новогреческий словарь > молва

  • 6 ползти

    полз||ти́
    несов
    1. см. ползать·
    2. (распространяться) перен разг διαδίδομαι, διασπείρομαι:
    \ползтили́ слухи διαδόθηκαν φῆμες, θρυλείται, λέγεται, διαδίδεται·
    3. разг (о ткани) ξεφτίζω

    Русско-новогреческий словарь > ползти

  • 7 рад

    рад
    предик.:
    я \рад, очень \рад χαίρομαι, χαίρομαι πολύ, χαίρω πολύ· \рад слу́чаю поговорить с вами χαίρομαι πού μοδ δίνεται ἡ εὐκαιρία νά μιλήσουμε· ◊ \рад-радешенек разг δέν λέγεται ἡ χαρά μου.

    Русско-новогреческий словарь > рад

  • 8 слышно

    слышно
    предик безл
    1. (можно слышать) ἀκούεται:
    отсюда хорошо́ \слышно ἀπ· ἐδῶ ἀκούεται καλά· мне ничего́ не \слышно δέν μπορώ ν' ἀκούσω τίποτε·
    2. (есть сведения) λεγεται, λενε:
    о нем ничего́ не \слышно? δέν λένε τίποτε γι ' αὐτόν;· что ·\слышно·? τί νέα;

    Русско-новогреческий словарь > слышно

  • 9 блудить

    –жу, -дишь, ρ.δ.
    (απλ.)
    1. ασωτεύω, περνώ ζωή σπάταλη, έκλυτη.
    2. κλέβω, παίρνω κρυφά (λέγεται κυρίως για μερικά ζώα).
    3. περιπλανιέμαι•

    долго мы -ли по лесу πολύ περιπλανηθήκαμε στο δάσος.

    Большой русско-греческий словарь > блудить

  • 10 буква

    θ.
    1. γράμμα (αλφαβήτου)•

    строчная буква το μικρό γράμμα•

    прописная, заглавная -το κεφαλαίο γράμμα•

    начальная буква το αρχικό γράμμα.

    2. το τυπικό•

    переводчик должен передавать дух, а не -у ο μεταφραστής πρέπει να αποδίδει το πνεύμα (νόημα) και να μη μεταφράζει κατά γράμμα.

    εκφρ.
    буква в -у – κατά γράμμα (ακριβώς)•
    быть, оставаться мертвой -ой – είμαι, μένω νεκρό γράμμα (χωρίς πρακτική εφαρμογή), λέγεται για νόμο, απόφαση.

    Большой русско-греческий словарь > буква

  • 11 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 12 их

    их 1
    1. γεν. κ. αιτ. πλθ. της προσωπ. αντωνυμίας «они».
    2. κτητ. αντωνυμία• τους•

    их дом το σπίτι τους.

    их 2
    επιφ. (απλ.) ίιιι (εκφράζει μεγάλο αίσθημα), λέγεται και «и-их» ή «и-и-их»•

    Большой русско-греческий словарь > их

  • 13 мол

    1. -а, προθτ. о -е, на -у α. μώλος, λιμενοβραχίονας.
    2. (μόρ.ο) όπως λέγεται, όπως λένε, όπως είπε, -αν, όπως φημολογείται•

    она, мол, этого не знала αυτή, όπως λένε, δεν το ήξερε αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > мол

  • 14 муфлон

    α.
    αγριοπρόβατο μερικών νησιών της Μεσογείου (λέγεται και της ΪΚύπρου).

    Большой русско-греческий словарь > муфлон

  • 15 надстроечный

    επ. (μτφ.)
    εποικοδομητικός ή της έποικο δόμησης•

    -ые явления εποικοδομητικά φαινόμενα (όχι της βάσης), κυρίως λέγεται για κοινωνικά φαινόμενα.

    Большой русско-греческий словарь > надстроечный

  • 16 невообразимый

    επ., βρ: -зим, -а, -о.
    1. αφάνταστος φοβερός, τρομερός• ασύληπτος•

    холод φοβερό κρύο•

    невообразимый беспорядок αταξία που δε λέγεται (αφάνταστη).

    2. εξαιρετικός, ισχυρότατος•

    невообразимый шум πανδαιμόνιο ορυμαγδός.

    Большой русско-греческий словарь > невообразимый

  • 17 несказанный

    επ., βρ: α. δεν έχει θ. -занна, -занно
    ανέκφραστος, ανεκδιήγητος, ανείπωτος, ανομολόγητος, άρρητος, άφατος, που δε λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > несказанный

  • 18 неудобь

    επίρ. неудобь сказуемый παλ. που δε λέγεται (απρεπής έκφραση, λέξη).

    Большой русско-греческий словарь > неудобь

  • 19 паинька

    -и, γεν. πλθ. -нек α. κ. θ. παιδί υπάκουο, ευάγωγο (λέγεται και ειρν.).

    Большой русско-греческий словарь > паинька

  • 20 погодить

    -гожу, -годишь ρ.σ.
    περιμένω, καρτερώ•

    -жу ещё две-три минуты θα περιμένω ακόμα δυό-τρία λεπτά•

    -и(те) περίμενε, μένετε (λέγεται, και με σημ. απειλής).

    εκφρ.
    немного погодя – μετά από λίγο.

    Большой русско-греческий словарь > погодить

См. также в других словарях:

  • λέγεται — λέγω 1 lay pres ind mp 3rd sg λέγω 2 pick up pres ind mp 3rd sg λέγω 3 lay pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχὴ γὰρ λέγεται μὲν ἥμισυ παντὸς ἐν ταῖς παροιμίαις ἔργον. — См. Доброе начало половина дела полдела откачало …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

  • σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… …   Dictionary of Greek

  • μπαστούνι — Λέγεται και ραβδί (ράβδος). Κλαδί κομμένο κατά τρόπο ώστε να χρησιμεύει για υποστήριγμα στο βάδισμα και ως μέσον επίθεσης ή άμυνας. Σε παλαιότατες εποχές το μ., χοντροκομμένο, αποτελούσε όπλο. Αργότερα, διαφορετικά διαμορφωμένο, πήρε διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • υαλογράφημα — Λέγεται και βιτρώ (vitraux), από τη γαλλική λέξη vitrail στον πληθυντικό της. Το υ., βυζαντινή εφεύρεση του 4ου ή 5ου αι., θριάμβευσε στη δυτική αρχιτεκτονική όταν επικράτησε ο γοτθικός ρυθμός. Αν και δεν ήταν άγνωστο στους ρομανικούς καλλιτέχνες …   Dictionary of Greek

  • Σουτσόου — Λέγεται και Σουτσού. Πόλη της Λαϊκής Κίνας με 800.000 κατ. Απέχει 80 χλμ. από τη Σαγκάη. Το 1000 μ.Χ. υπήρξε πρωτεύουσα του αυτοκράτορα Βου. Εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο καταλήφτηκε το 1937 από τους Ιάπωνες που έμειναν εκεί έως τη λήξη του B’… …   Dictionary of Greek

  • σφενδόνα — Λέγεται και σφενδόνη. Όργανο με το οποίο εκσφενδονίζονται πέτρες. Αποτελείται από μακριά λουρίδα, συνήθως δερμάτινη, η οποία φέρει στο μέσο της πλατύ θύλακο, όπου τοποθετείται η πέτρα. Ο σφενδονιστής (αρχ. σφενδονήτης), αφού πρώτα βάλει την πέτρα …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος άξονας — Λέγεται και άξονας του κόσμου. Πρόκειται για τη νοητή ευθεία γραμμή, που περνά από τους δύο πόλους γύρω από την οποία φαίνεται ότι γίνεται η ημερήσια κίνηση. Ο άξονας αυτός σχηματίζει γωνία με τον ορίζοντα, ίση με το πλάτος του τόπου. Παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • Οκτώβριος — Λέγεται και Οκτώβρης. Ο δέκατος μήνας του ημερολογίου, όγδοος του αρχαίου ρωμαϊκού, από το οποίο διατήρησε όμως την ονομασία του. Έχει 31 ημέρες. Κατά τον μήνα Οκτώβριο ο Ήλιος βρίσκεται στον αστερισμό του Ζυγού και κατά το τέλος του μήνα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»