λέβητος
1λέβητος — λέβης kettle masc gen sg …
2IONA sive IONAS — IONA, sive IONAS unus es 12. minoribus Prophetis. Incepit sub Ioa et Amazia. secundum quosdam, munere suo erga Ninevitas defungi, A. M. 3211. Aliis id in A, C. 3168. reicientibus. Vide deillo 2. Reg. c. 14. v. 25. et Prophetiam eius, 4. capp.… …
3λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …
4νηδύς — νηδύς, ἡ (Α) 1. στομάχι («τὰ τῆς ταλαίης νηδύος θρεπτήρια», Σοφ.) 2. κοιλιά, υπογάστριο 3. σπλάγχνα, εντόσθια 4. η μήτρα 5. μτφ. κοιλότητα αντικειμένου (α. «νηδὺς νάρθηκος», Νίκ. β. «νηδὺς λέβητος», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ. Η αναγωγή… …
5περιδίδωμι — Α μεσ. περιδίδομαι στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίδωμι «δίνω»] …
6πλεύρωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.), στην πρώην επαρχία Έδεσσας, του νομού Πέλλης. * * * το, ΝΑ νεοελλ. πλευρά, πλαγιά λόφου ή όρους αρχ. πλευρά ανθρώπου ή αντικειμένου (α. «ὁμοσπλάγχνων πλευρωμάτων», Αισχύλ.) β. «λέβητος χαλκίου πλευρώματα», Αισχύλ.) …