λάϊνον ἐς τάφον

  • 1υψιφαής — ές, Α αυτός που φαίνεται από μακριά, ψηλός, μεγάλος («πατὴρ δ ἐπὶ οἱ Διομήδης λάϊνον ὑψιφαῆ τόνδ ἀνέτεινε τάφον», Διόδ. Ζων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + φαής (< φάος), πρβλ. ἀρτι φαής …

    Dictionary of Greek