λάφυρον
1λάφυρον — λάφῡρον , λάφυρα spoils neut nom/voc/acc sg …
2λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… …
3полон — род. п. а, полонить, ню, укр. полон, полонити, блр. полон, др. русск. полонъ, полонити, ст. слав. плѣнъ λάφυρον (Супр.), плѣнити α ἰχμαλωτεύειν (Супр.), болг. плен (Младенов 428), сербохорв. пле̑н, пли̏jен добыча , словен. рlе̣̑n добыча,… …
4LABARUM vel LABORUM — vexillum militare, a temporibus Constantini Mag. qui contra Maxentium pugnaturus, signo in aere viso, cum verbis: Ε᾿ν τούτῳ νΐκα, In hoc vince, confirmatus, paulo post felici eventu conflixit. Erat autem hasta longa, cum ligno in apice transverso …
5κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …
6λαφυραγωγός — ό (AM λαφυραγωγός, όν) αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, ψυχ αγωγός] …
7λαφυρεύω — (Α) [λάφυρον] λεηλατώ, διαγουμίζω, αρπάζω λάφυρα («καὶ ἐλαφύρευσεν πᾱς ὁ λαός... ἐφ ἡμέρας τριάκοντα», ΠΔ) …
8λαφυρολογώ — λαφυρολογῶ, έω (AM) συλλέγω λάφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + λογῶ (< λόγος < λέγω)] …
9λαφυροπώλης — ο (Α λαφυροπώλης) αυτός που αγοράζει συνολικά τα λάφυρα για λειανική πώληση, μεταπωλητής λαφύρων («καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν», Ξεν.) αρχ. στον πληθ. οἱ λαφυροπῶλαι (στη Σπάρτη) αξιωματικοί στην υπηρεσία τού βασιλιά που φρόντιζαν για… …
10λαφυρώ — λαφυρῶ, έω (Α) [λάφυρον] λαφυρεύω* …
- 1
- 2