λάρναξ
1λάρναξ — λάρναξ, ακος, ή, ὁ (AM) βλ. λάρνακα …
2λάρναξ — coffer masc nom/voc sg …
3λάρνακα ή λάρναξ — Ονομασία ξύλινων ή πήλινων κιβωτίων κατά την αρχαιότητα. Χρησιμοποιούνταν κυρίως στις δευτερογενείς ταφές (αποθήκευση των οστών ή της τέφρας του νεκρού), ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι χρησιμοποιούνταν και ως κενοτάφια. Αργότερα, λ. ονομάζονταν… …
4λαρνάκων — λάρναξ coffer masc gen pl …
5λάρνακα — λάρναξ coffer masc acc sg …
6λάρνακας — λάρναξ coffer masc acc pl …
7λάρνακες — λάρναξ coffer masc nom/voc pl …
8λάρνακι — λάρναξ coffer masc dat sg …
9λάρνακος — λάρναξ coffer masc gen sg …
10λάρναξι — λάρναξ coffer masc dat pl (epic) …
Страницы