λάος
1λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …
2λαός — ο 1. το σύνολο των ατόμων που ζουν σε μια χώρα, περιοχή ή πόλη: Ο λαός της Ελλάδας. 2. έθνος, φυλή: Ο ελληνικός λαός. 3. το σύνολο ή μέρος των κατοίκων μιας χώρας σε αντιδιαστολή με το κράτος: Ο λαός αντέδρασε στις νέες φορολογικές ρυθμίσεις. 4.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3λαός — λᾱός , λαός men masc nom sg …
4λᾶος — λᾶας stone masc gen sg …
5Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6λεώς — λαός men masc acc pl (doric ionic) λαός men masc nom/voc/acc pl (attic) λαός men masc nom/voc sg (attic) …
7Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …
8Πικηνοί — Λαός της προρωμαϊκής Ιταλίας, που αποτελούσαν ίσως κατά ένα μέρος ομβρικοσαβελλικά και κατά ένα μέρος προϊνδοευρωπαϊκά στοιχεία, ο οποίος ήταν εγκαταστημένος στην κεντρική Ιταλία, προς την Αδριατική. Οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε για τους… …
9λεῶ — λαός men masc gen sg (doric ionic aeolic) λαός men masc acc sg (attic) λεάζω to be smooth fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …
10Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …