λάος

  • 11Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… …

    Dictionary of Greek

  • 12Αβησσυνοί — Λαός της Αιθιοπίας, που προήλθε από επιμιξία σημιτικών φύλων και νέγρων. Οι Α. (Τιγκρέ, Αμχάροι και Σόα) έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τους λευκούς, μόνο που έχουν κατσαρές τρίχες (ουλότριχες) και το χρώμα του δέρματός τους είναι μελαμψό.… …

    Dictionary of Greek

  • 13Αγριάσπες — Λαός της αρχαίας Ινδικής, στα νότια του Ετζεστάν, κοντά στην Περσία.Λέγονται και ΑριάσπεςΑριμάσπες. Όταν ο Κύρος ο Μέγας μπήκε με τον στρατό του σε μια έρημο της χώρας των Α. και τον απειλούσε έλλειψη σίτου, οι Α. του προσέφεραν τις εκδουλεύσεις… …

    Dictionary of Greek

  • 14Αθαπάσκοι — Λαός αυτόχθονων Αμερικανών που ζουν στον βορειοδυτικό Καναδά και την Αλάσκα. Ο πολιτισμός τους επηρεάζεται από τους Εσκιμώους στα βόρεια και τους Ινδιάνους που ζουν στα βορειοδυτικά παράλια του Ειρηνικού. Μερικές ομάδες Α. μετανάστευσαν στις… …

    Dictionary of Greek

  • 15ανδική φυλή — Λαός αυτοχθόνων της Αμερικής, τυπικός μόνο των Άνδεων, που στην καθαρή του μορφή έχει εκλείψει. Ωστόσο, ο όρος, που έχει πλέον εισαχθεί στην επιστημονική γλώσσα, συνδέεται με τον τύπο των αυτόχθονων Πουέμπλο, οι οποίοι απλώνονται στο μεγαλύτερο… …

    Dictionary of Greek

  • 16Ασάντι — Λαός της Αφρικής. Με το ίδιο όνομα είναι γνωστή και ομοσπονδία φεουδαρχικού τύπου, που είχε ιδρυθεί στο έδαφος της σημερινής Γκάνα (1697 1701). Κύρια ασχολία των Α. παλαιότερα ήταν o πόλεμος. Παράλληλα, επιδίδονταν στη γεωργία και είχαν ιδιαίτερη …

    Dictionary of Greek

  • 17Βάσκοι — Λαός εγκατεστημένος στις δύο υπώρειες των δυτικών Πυρηναίων, με εθνικά και προπάντων γλωσσικά χαρακτηριστικά που τον κάνουν να διαφέρει πολύ από τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς. Η γλώσσα, διαφορετική στη δομή της από τις γειτονικές (παρατηρούνται… …

    Dictionary of Greek

  • 18Δεριείς ή Δηριείς — Λαός της αρχαίας Ακαρνανίας, που συγκεντρώθηκε στο Αγρίνιο, όταν ο Μακεδόνας στρατηγός Κάσσανδρος (314 π.Χ.) συμβούλευσε τους συμμάχους του Ακαρνάνες να προστατευτούν σε κοινά οχυρά. Στρατηγός τους ήταν ο Επίλαος …

    Dictionary of Greek

  • 19Δρούσοι ή Δρούζοι — Λαός που ζει στη Συρία, στον Λίβανο, στο Ισραήλ και στην Ιορδανία. Η ονομασία τους προέρχεται από τον θρησκευτικό ηγέτη αλ Νταράζι, ο οποίος κατά τον 10ο αι. ανακήρυξε σε θεότητα τον χαλίφη Φατιμίντ αλ Χαλίμ. Οι Δ. χωρίζονται σε μυημένους ή… …

    Dictionary of Greek

  • 20Ζαποτέκοι — Λαός του νότιου Μεξικού, ο οποίος έχει δεχτεί πολλές επιδράσεις των Μάγια, των Τολτέκων και των Αζτέκων. Το σύστημα διοίκησης των Ζ. ήταν μοναρχικό και ανεξάρτητο από το σύστημα των Μεξικανών, με τους οποίους είχαν συνάψει συμμαχία λίγο πριν από… …

    Dictionary of Greek