Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

λάμπα

  • 1 λάμπα

    [ламба] ουσ. Θ. лампа

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λάμπα

  • 2 лампа

    [λάμπα] ουσ. θ. λάμπα

    Русско-греческий новый словарь > лампа

  • 3 лампа

    [λάμπα] ουσ θ λάμπα

    Русско-эллинский словарь > лампа

  • 4 лампа

    θ. λάμπα, λυχνία, λαμπτήρας•

    керосиновая лампа λάμπα πετρελαίου•

    настольная лампа επιτραπέζια λάμπα•

    лампа накаливания λάμπα πύρωσης•

    лампа паяльная λυχνία συγκόλλησης (καμινέτο)•

    электрическая лампа ηλεκτρική λάμπα•

    -предохранительная λάμπα προειδοποιητική•

    -ы электронные λάμπες ηλεκτρονικές.

    Большой русско-греческий словарь > лампа

  • 5 лампа

    лампа
    ж ἡ λάμπα, ὁ λαμπτήρ[ας], ἡ λυχνία:
    электрическая \лампа ἡ ἡλεκτρική λάμπα, ὁ ἡλεκτρικός λαμπτήρ· настольная \лампа ἡ Επιτραπέζια λάμπα· электронная \лампа ἡ ἡλεκτρονική λάμπά паяльная \лампа τό καμινέτο συγκολλήσεως· \лампа в сто свечей λάμπα ἐκατό κεριών.

    Русско-новогреческий словарь > лампа

  • 6 лампочка

    лампочка ж η λάμπα, ο λαμπτήρας· \лампочка перегорела η λάμπα κάηκε
    * * *
    ж
    η λάμπα, ο λαμπτήρας

    ла́мпочка перегоре́ла — η λάμπα κάηκε

    Русско-греческий словарь > лампочка

  • 7 лампа

    лампа ж η λάμπα, ο λαμπτήρας· \лампа дневного света о λαμπτήρας φθορισμού
    * * *
    ж
    η λάμπα, ο λαμπτήρας

    ла́мпа дневно́го све́та — ο λαμπτήρας φθορισμού

    Русско-греческий словарь > лампа

  • 8 гореть

    гор||еть
    несов
    1. καίω, καίγομαι:
    лампа \горетьит ἡ λάμπα καίει, ἡ λάμπα εἶναι ἀναμμένη· дом \горетьи́т τό σπίτι καίγεται· \горетьи́т! (при пожаре) φωτιά!, πυρκαϊά!·
    2. (топиться \гореть о печке) καίω, εἶμαι ἀναμμένος·
    3. (быть в жару) καίω (ἀπ' τόν πυρετό), φλέγομαι:
    голова \горетьит τό μέτωπο καίει·
    4. (сверкать, блестеть) λάμπω, ἀστράφτω, ἀκτινοβολώ, σπινθηροβολώ:
    глаза \горетьят τά μάτια πετάνε σπίθες·
    5. (испытывать сильное чувство) φλέγομαι:
    \гореть желанием φλέγομαι ἀπ' τήν ἐπιθυμία, ἐπιθυμώ διακαώς· ◊ земля \горетьит у него под ногами κάθεται σ' ἀναμμένα κάρβουνα· у нее все \горетьит в руках εἶναι χρυσοχέρα· не \горетьи́т! (не к спеху) разг δέν μᾶς κυνηγάει κανείς, δέν εἶναι βία.

    Русско-новогреческий словарь > гореть

  • 9 кварц

    α.
    1. χαλαζίας, χουάρκιο, χαλαζόπετρα.
    2. λάμπα χαλαζία•

    лечить кварцем θεραπεύω με λάμπα χαλαζία.

    Большой русско-греческий словарь > кварц

  • 10 электролампа

    η ηλεκτρική λυχνία/λάμπα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электролампа

  • 11 настольный

    насто́льная ла́мпа — η επιτραπέζια λάμπα

    Русско-греческий словарь > настольный

  • 12 ввернуть

    ввернуть
    сов, ввертывать несов
    1. (ввинчивать) βιδώνω, στερεώνω:
    \ввернуть лампочку βιδώνω (или βάζω) τή λάμπα;
    2. (слово, замечание):
    \ввернуть словечко разг λέω τό δικό μου, προσθέτω καί γώ μιά κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > ввернуть

  • 13 заправлять

    заправ||лять
    несов
    1. (пишу) καρυκεύω τό φαγητό[ν]·
    2. (керосиновую лампу) ἐτοιμάζω τήν λάμπα·
    3. (машину и т. ἡ.) ἐφοδιάζω μέ καύσιμη ὕλη·
    4. (всовывать) βάζω, χώνω:
    \заправлятьлить рубашку в брюки χώνω τό πουκάμισο στό παντελόνι·
    5. (управлять) разг διευθύνω τις ὑποθέσεις, κρατῶ τά κλειδιά στά χέρια μου, κόβω καί ράβω.

    Русско-новогреческий словарь > заправлять

  • 14 керосиновый

    керосин||овый
    прил τοῦ πετρελαίου:
    \керосиновыйовая лампа ἡ λάμπα πετρελαίου.

    Русско-новогреческий словарь > керосиновый

  • 15 лампочка

    лампочка
    ж ἡ λάμπα, ὁ ἡλεκτρικός λαμπτήρ / ἡ βεγιέζ (ночник).

    Русско-новогреческий словарь > лампочка

  • 16 над

    над
    предлог с твор. п.
    1. (поверх) (έ)πάνω ἀπό, ὑπεράνω, ἀποπάνω:
    лампа над столом ἡ λάμπα εἶναι ἐπάνω ἀπό τό τραπέζι· над моей головой πάνω ἀπό τό κεφάλι μου·
    2. перен (со словами, означающими:
    иметь власть, господствовать) ἐπί, ἐπάνω σέ.· вы имеете над ним большую власть ἐχετε μεγάλη ἐπιρροή ἐπάνω του·
    3. (в остальных случаях передается винительным падежом):
    работать над чертежом δουλεύω τό σχέδιο· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου (или σπαζοκεφαλιάζω) νά λύσω Ενα ζήτημα· смеяться над кем-л. (над чем-л.) εἰρωνεύομαι, κοροϊδεύω κάποιον (κάτι)· сжалиться над кем-л. λυπάμαι κάποιον.

    Русско-новогреческий словарь > над

  • 17 настольный

    насто́льн||ый
    прил
    1. ἐπιτραπέζιος, τοῦ τραπεζιού:
    \настольныйая лампа ἡ ἐπιτραπέζιος λάμπα· \настольный телефон τό τηλέφωνο τοῦ γραφείου·
    2. перен (необходимый):
    \настольныйая книга τό μόνιμο βοήθημα.

    Русско-новогреческий словарь > настольный

  • 18 перегорать

    перегорать
    несов, перегореть сов καίομαι:
    лампа перегорела ἡ λάμπα κάηκε.

    Русско-новогреческий словарь > перегорать

  • 19 прогорать

    прогорать
    несов, прогореть сов
    1. (о дровах и т. п.) καίομαι, καταναλίσκομαι·
    2. (какое-л. время) καίω (ορισμένη ὠρα):
    лампа прогорела всю ночь ἡ λάμπα ἔκαιε ὅλην τήν νύκτα·
    3. перен разг ἀποτυχαίνω, ἀποτυγχάνω/χρεωκοπώ, πτωχεύω (разориться):
    де́ло прогорело ἡ δουλειά ἀπέτυχε.

    Русско-новогреческий словарь > прогорать

  • 20 радиолампа

    радио||лампа
    ж ἡ λάμπα ραδιοφώνου.

    Русско-новогреческий словарь > радиолампа

См. также в других словарях:

  • λάμπα — λάμπᾱ , λάμπη torch fem nom/voc/acc dual λάμπᾱ , λάμπη torch fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — η (λ. ιταλ.), συσκευή η οποία παράγει τεχνητό φως, ο λαμπτήρας, η λυχνία: Η λάμπα ήταν αναμμένη όλο το βράδυ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λάμπᾳ — λάμπαι , λάμπη torch fem nom/voc pl λάμπᾱͅ , λάμπη torch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπα(ν)τέρ — το φωτιστική συσκευή, εφοδιασμένη με μία ή περισσότερες λυχνίες σήμερα με ηλεκτρικούς λαμπτήρες συναρμολογημένες πάνω σε υποστήριγμα εδραζόμενο στο έδαφος, η οποία χρησιμοποιείται για εσωτερικό ή εξωτερικό φωτισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λάμπας — λάμπᾱς , λάμπη torch fem acc pl λάμπᾱς , λάμπη torch fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • άλαμπος — (I) η, ο [λάμπω] αυτός που δεν έχει λάμψη, ο αλαμπής. (II) η, ο [λάμπα] ο χωρίς λάμπα («άλαμποι όλοι στο χωριουδάκι») …   Dictionary of Greek

  • πυροφάνι — Ψάρεμα με βάρκα, στην πλώρη της οποίας προσαρμόζεται λάμπα για να προσελκύει τα αλιεύματα. * * * το, Ν (αλιευτ.) 1. σιδερένια σχάρα που εξέχει από την πλώρη αλιευτικού σκάφους και πάνω στην οποία είναι τοποθετημένη λάμπα μεγάλης ισχύος, που… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • φως — το γεν. φωτός, πληθ. φώτα, γεν. πληθ. φώτων 1. το αίτιο (ερέθισμα), που διεγείρει το αισθητήριο της όρασης, που κάνει ορατά τα αντικείμενα, το φέγγος, καθετί που φωτίζει, ό,τι φέγγει: Ηλεκτρικό φως. 2. φωτισμός: Μ αυτή τη λάμπα έχουμε ζωηρότερο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»