λάκων
1Λάκων — a Laconian masc nom/voc sg …
2Λάκων' — Λάκωνα , Λάκων a Laconian masc acc sg Λάκωνι , Λάκων a Laconian masc dat sg Λάκωνε , Λάκων a Laconian masc nom/voc/acc dual …
3Λάκων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης, γιος του Λαπάθη, σύμφωνα με μύθο των Λακεδαιμονίων. 2. Ένας από τους σκύλους του μυθικού κυνηγού Ακταίωνα …
4λακῶν — λακάω burst asunder pres part act masc voc sg λακάω burst asunder pres part act neut nom/voc/acc sg λακάω burst asunder pres part act masc nom sg (attic epic ionic) λακάω burst asunder pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) λακάζω… …
5λακών — λάσκω ring aor part act masc nom sg …
6λάκων — λακάω burst asunder imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λακάω burst asunder imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …
7Λάκων, Βασίλειος — (1830 – 1900). Μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε φυσικομαθηματικά στην Αθήνα και στο Παρίσι, όπου διέμεινε τρία χρόνια. Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στην Αθήνα και διετέλεσε καθηγητής γυμνασίου (1854), υφηγητής της πειραματικής …
8Λακώνων — Λάκων a Laconian masc gen pl …
9Λάκωνα — Λάκων a Laconian masc acc sg …
10Λάκωνας — Λάκων a Laconian masc acc pl …