λάκων

  • 91παλαιός — ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. πάλαος, βοιωτ. παληός, λακων. τ. παλεός) βλ. παλιός …

    Dictionary of Greek

  • 92παλιός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου. * * * ά, ό και παλαιός ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός) 1. αυτός που… …

    Dictionary of Greek

  • 93παραμπυκίζω — ΜΑ, λακων. τ. παραμπυκίδδω Α μσν. παθ. παραμπυκίζομαι έχω δεμένα τα μαλλιά μου με παραμπύκιον* αρχ. δένω τα μαλλιά μου με παραμπύκιον, αναδένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἄμπυξ, υκος «διάδημα» + κατάλ. ίζω] …

    Dictionary of Greek

  • 94παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …

    Dictionary of Greek

  • 95παρουφά — ἡ, Α (λακων. ή βοιωτ. τ.) βλ. παρυφή …

    Dictionary of Greek

  • 96παρσένος — ἡ, Α (λακων. τ.) βλ. παρθένος …

    Dictionary of Greek

  • 97παρσουλακίρ — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ τρίβων». [ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. τ. αντί τού άχρηστου παραθυλακίς < παρ(α) * + θυλακίς] …

    Dictionary of Greek

  • 98παρυφή — η ΝΜΑ και λακων. τ. παρουφά, Α λουρίδα, ταινία, γαρνιτούρα διαφορετικού χρώματος ή με διαφορετικά σχέδια στα άκρα υφάσματος ή ενδύματος, η ούγια («αἱ ἐν τοῑς χιτῶσι πορφυραῑ ῥάβδοι παρυφαὶι καλοῡνται», Αθήν.) νεοελλ. το άκρο, το όριο (α. «παρυφή… …

    Dictionary of Greek

  • 99πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 100παώταρ — ὁ, Α (λακων. τ.) ο συγγενής εξ αγχιστείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το πηός / πᾱός «συγγενής εξ αγχιστείας»] …

    Dictionary of Greek