λάκων

  • 81οίη — Ονομασία δύο αρχαίων οικισμών. 1. Δήμος της αρχαίας Αττικής. Ονομαζόταν και Όα ή Οή. Ο κάτοικος του ονομαζόταν Οεύς ή Οαεύς ή Οαιεύς. Ο Ηρόδοτος επίσης αναφέρει κάποια Οίη, που την τοποθετεί στην Αίγινα. Όπως γράφει, οι Αιγινήτες είχαν μεταφέρει… …

    Dictionary of Greek

  • 82οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …

    Dictionary of Greek

  • 83οίω — οἴω και επικ. τ. ὀΐω και λακων. τ. οἰῶ (Α) βλ. οίομαι …

    Dictionary of Greek

  • 84ομφή — (I) ὀμφή, ἡ (Α) 1. φωνή θεού 2. χρησμός που δίδεται από το εσωτερικό ιερού τόπου, μαντείου («βίον κατ ὀμφὰς τὰς Ἀπόλλωνος δότε πέρασιν», Σοφ.) 3. γλυκιά και μελωδική, αρμονική φωνή 4. φωνή, ήχος («μύθων τ αὐδαθέντων δέξαιτ ὀμφάν», Ευρ.) 4. (κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 85οπίζομαι — (I) ὀπίζομαι και λακων. τ. ὀπίδδομαι (Α) [όπις] (επικ. και λυρ. τ.) 1. βλέπω με φόβο και σεβασμό, αισθάνομαι δέος και σεβασμό για κάποιον, φοβάμαι, σέβομαι («Διὸς δ ὠπίζετο μῆνιν ξεινίου», Ομ. Οδ.) 2. φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («οὐδὲν… …

    Dictionary of Greek

  • 86οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα …

    Dictionary of Greek

  • 87ορσός — ὀρσός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) βλ. ὀρθός …

    Dictionary of Greek

  • 88πάα — πᾱἁ (Α) (λακων. τ.) βλ. πάσα …

    Dictionary of Greek

  • 89πίσορ — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «πίθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. τ. τού πίθος] …

    Dictionary of Greek

  • 90παγούαιρ — (Α) (λακων. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «μάρμαρος ἢ μικακύς» …

    Dictionary of Greek