λάκων

  • 71μισολάκων — μισολάκων, ωνος, ὁ (Α) αυτός που μισεί τους Λάκωνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Λάκων] …

    Dictionary of Greek

  • 72μουία — μουία, ἡ (Α) (λακων. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «μυῑα σκώληξ γεννώμενος ἐν τοῑς κρέασιν» …

    Dictionary of Greek

  • 73μουσίδδει — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λαλεῑ, ὁμιλεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. λακων. τ. αντί μυθίζει] …

    Dictionary of Greek

  • 74μούκηρος — μούκηρος, ὁ (Α) (λακων. τ.) βλ. μύκηρος …

    Dictionary of Greek

  • 75μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… …

    Dictionary of Greek

  • 76μούσαξ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑπὸ τοῡ βοαγοῡ τρεφόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λακων. τ. αντί τού μόθαξ (< μόθος*)] …

    Dictionary of Greek

  • 77μυσίδδω — (Α) (λακων. τ.) βλ. μυθίζω …

    Dictionary of Greek

  • 78μύκηρος — μύκηρος, λακων. τ. μούκηρος, ὁ (Α) το αμύγδαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα μύσσομαι, μύξα* «βλέννα», λατ. mūcus», «βλέννα», οπότε θα είχε σημ. «μαλακός, βλεννώδης καρπός», άποψη που προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Κατ …

    Dictionary of Greek

  • 79νέκυρ — νέκυρ, ὁ (Α) (λακων. τ.) βλ. νέκυς …

    Dictionary of Greek

  • 80νέκυς — νέκυς, υος, λακων. τ. νέκυρ (Α) 1. νεκρός, πτώμα, λείψανο («τὸν δ ἀθλίως θανόντα Πολυνείκους νέκυν», Σοφ.) 2. στον πληθ. οἱ νέκυες τα πνεύματα, οι ψυχές τών νεκρών, οι νεκροί που κατοικούν στον Άδη 3. ως επίθ. πεθαμένος, αυτός που στερήθηκε τη… …

    Dictionary of Greek