λάκων

  • 61καθθηρατόριον — καθθηρατόριον, τὸ (Α) (λακων. τ. αντί τού καταθηρατόριον) (στη Σπάρτη) κυνηγετικός αγώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + θηρατόριον (< θηράτωρ «κυνηγός» < θηρῶ «κυνηγώ») τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ., με συγκοπή τής προθ. και… …

    Dictionary of Greek

  • 62καρυδίζω — (Μ) καρυατίζω*, παίζω τα καρύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδιον + κατάλ. ίζω (πρβλ.βοταν ίζω, λακων ίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 63κυρσάνιος — κυρσάνιος, ὁ, και κυρσάνιον, τὸ (Α) 1. νεανίας, έφηβος 2. υβριστ. ευτελής άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυρσάνιος τής λακων. διαλ. σχηματίστηκε από τον τ. σκυρθάλιος* με τροπή τού θ σε σ και ανομοιωτική σίγηση τού αρκτικού σ ] …

    Dictionary of Greek

  • 64κυσολάκων — κυσολάκων, ωνος, ὁ (Α) (για τους Σπαρτιάτες) παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυσός + Λάκων «Σπαρτιάτης»] …

    Dictionary of Greek

  • 65λακωνίζω — (Α λακωνίζω) [Λάκων] εκφράζομαι με συντομία και ακρίβεια («τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῑν») αρχ. 1. μιμούμαι τους Λάκωνες ως προς τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ λακωνίζειν φασί», Δημοσθ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 66λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 67λακωνομανώ — λακωνομανῶ, έω (Α) κωμ. τρέφω υπερβολική αγάπη προς τους Λακεδαιμονίους και την επιδεικυύω, πάσχω από λακωνομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάκων + μανῶ (< μανής < θ. μαν , πρβλ. αόρ. ἐ μάν ην < τού μαίνομαι), πρβλ. λυσσο μανώ, οχλο μανώ] …

    Dictionary of Greek

  • 68λακώνιον — λακώνιον, τὸ (Α) [Λάκων] είδος γυναικείου διαφανούς ενδύματος, αλλ. λακωνικόν …

    Dictionary of Greek

  • 69μαχατάρ — μαχατάρ, ὁ (Α) (λακων.τ.) βλ. μαχητής …

    Dictionary of Greek

  • 70μαχητής — ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, ίδος ή μαχῆτις ιδος) 1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστής («Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν… …

    Dictionary of Greek