λάκων

  • 51ηνιοχώ — (AM ἡνιοχῶ, έω Α λακων. τ. ἀνιοχίω) [ηνίοχος] 1. κρατώ τα ηνία, οδηγώ με τα ηνία, οδηγώ όχημα («ἀνωτέρω... κατωτέρω ταῑς χερσὶν ἡνιοχεῑν», Ξεν.) 2. μτφ. κυβερνώ, διευθύνω («Μουσῶν στόμαθ ἡνιοχήσας», Αριστοφ.) αρχ. 1. οδηγώ, κατευθύνω («ἡνιοχεῑν… …

    Dictionary of Greek

  • 52θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… …

    Dictionary of Greek

  • 53θελκτώ — θελκτώ, οῦς, ή (Α) (κατά το λεξικό Σούδα) αυτή που γοητεύει, που σαγηνεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. τ. τού θέλκτωρ κατά τα θηλ. σε ώ (πρβλ. ανθρωπώ, λακων. θηλ. τ. τού άνθρωπος, κατά τον Ησύχ.)] …

    Dictionary of Greek

  • 54θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …

    Dictionary of Greek

  • 55θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 56θριδακίσκα — θριδακίσκα, ἡ (Α) [θρίδαξ] (λακων. τ.) θριδακίνη …

    Dictionary of Greek

  • 57ιππαρμοστής — ἱππαρμοστής, ὁ (Α) λακων. τ. αντί ίππαρχος* («Πασίμαχος ό ίππαρμοστής», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππ(ο) * + ἁρμοστής (< ἁρμόζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 58κάφα — (Kaffa). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (56.634 τ. χλμ.) της νοτιοδυτικής Αιθιοπίας, στα σύνορα με το Σουδάν. Το θερμό κλίμα και η ευφορία του εδάφους ευνοούν την καλλιέργεια των δημητριακών, των λαχανικών, των φρούτων, του βαμβακιού και του καφέ, ο …

    Dictionary of Greek

  • 59κίραφος — κίραφος, ὁ, και λακων. τ. κίρα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η αλεπού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κίραφος πιθ. < κίδαφος υπό την επίδραση τού κιρρός «κοκκινόξανθος», από το οποίο προήλθε πιθ. ο τ. κίρα. Η σχέση τών τ. κίρα, κίραφος με το επίθ. κιρρός οφείλεται… …

    Dictionary of Greek

  • 60καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… …

    Dictionary of Greek