λάκων

  • 21-κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… …

    Dictionary of Greek

  • 22Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… …

    Dictionary of Greek

  • 23μωικά — μωἱκά (Α) (λακων. τ.) μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶἁ, λακων. τ. τοῦ μοῦσα] …

    Dictionary of Greek

  • 24ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …

    Dictionary of Greek

  • 25πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …

    Dictionary of Greek

  • 26σιοκόμος — ον, Α (λακων. διόρθ. αντί τ. σιώκολος) αυτός που έχει κόμη όμοια με την κόμη τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + κόμος (< κόμη), πρβλ. ὡραιο κόμος] …

    Dictionary of Greek

  • 27σιοκόρος — ὁ, Α (λακων. τ.) νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεω κόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 28σιοφόρος — ὁ, Α (λακων. τ.) θεοφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + φόρος*] …

    Dictionary of Greek

  • 29φουάδδει — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «σωμασκεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλ. τ., προφανώς λακων., ενός αμάρτυρου ρ. *φυάζω (< θ. φῠ τού φύω*), πρβλ. και φουά, λακων. τ. τού φυή «μορφή, ανάστημα»] …

    Dictionary of Greek

  • 30θυλάκων — θῡλάκων , θύλακος sack masc gen pl θῡλάκων , θῦλαξ masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)