λάκων

  • 121σέμελος — ό, Α (λακων. τ.) ο κοχλίας («Ἀπελλᾱς δὲ Λακεδαιμονίους φησὶ σέμελον τὸν κοχλίαν λέγειν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παρεφθαρμένος τ. τού σέσιλος*] …

    Dictionary of Greek

  • 122σήσαμο — το / σήσαμον, Ν ΜΑ, και λακων. τ. σάἁμον, και δωρ. τ. σάσαμον, Α το σουσάμι μσν. αρχ. ο σπόρος ή ο καρπός τού σησάμου, τής σουσαμιάς, το σουσάμι («σπείροντες μελίνην καὶ σήσαμον», Ηρόδ.) αρχ. 1. το σουσαμόλαδο («ἀλείφεσθαι ἐκ τοῡ σησάμου»,… …

    Dictionary of Greek

  • 123σίαλος — (I) ο, ΝΜΑ το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.]. (II) και σίελος, ὁ, Α 1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι 2. πάχος, λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 124σείος — εία, ον, Α (λακων. τ.) βλ. θείος …

    Dictionary of Greek

  • 125σηροκτόνος — ον, Α λακων. προφ. τού θηροκτόνος* («ἀγρότερ Ἄρτεμι σηροκτόνε μόλε δεῡρο», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 126σιά — ἡ, Α (λακων. λ.) η θεά («τὰν κάν... τὰν κρατίσταν Χαλκίοικον ὕμνει», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 127σιδεύνης — ὁ, Α (λακων. λ.) έφηβος ηλικίας δεκαπέντε ή δεκαέξι ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για παρωνύμιο σχηματισμένο από σίδη «ροδιά» + εύνης (< εὐνή «κλίνη»), πρβλ. χλο εύνης] …

    Dictionary of Greek

  • 128σιειδής — ές, Α αυτός που μοιάζει με θεό, θεοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. τού θεός + ειδής*] …

    Dictionary of Greek