λάκων

  • 111πούρδαιν — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαγειρεῑον Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. τ. τού πύρδαιον «μαγειρείο» (< πῦρ + δαίω «ανάβω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 112πρεσβυγενής — ές, ΝΑ αυτός που γεννήθηκε πρώτος, πρωτότοκος, πρεσβύτερος στην ηλικία αρχ. 1. παλαιός, προγενέστερος, πανάρχαιος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ πρεσβυγενεῑς (λακων. τ.) οι γέροντες. [ΕΤΥΜΟΛ. πρέσβυς + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 113προκομίδδεν — Α (κατά τον Ησύχ.) λακων. ή βοιωτ. τ. τού προκομίζειν …

    Dictionary of Greek

  • 114προκρούω — και δωρ. παρατ. πρόκροον, και λακων. παρατ. προύκρουον Α 1. χτυπώ κάτι 2. επιμηκύνω, τεντώνω κάτι σφυρηλατώντας το ([για τον Προκρούστη] «τῶν ἐλαττόνων τοὺς πόδας προέκρουεν», Διόδ.) 2. επιτίθεμαι 3. (σχετικά με γυναίκα) συνευρίσκομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 115πυλεών — ῶνος, ὁ, Α (λακων. τ.) κόσμημα τής κεφαλής ή στέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λακωνική λ. με επίθημα εών (πρβλ. χαλκ εών), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. *πύλος και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pula kāh «ανατρίχιασμα» και pulasti(n) «με ίσια… …

    Dictionary of Greek

  • 116πύανος — και λακων. τ. πούαμος, ό, και ετερογ. πληθ. πύανα, τὰ, Α 1. έδεσμα από βρασμένο σιτάρι 2. στον πληθ. οἱ πύανοι οι κύαμοι, τα κουκιά 3. (κατά τον Ησύχ.) «πούαμος κύαμοι ἑφθοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. κύαμος, χωρίς όμως να είναι δυνατόν… …

    Dictionary of Greek

  • 117πύρδαιον — και λακων. τ. πούρδαιν, τὸ, Α πύρδαλον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + δαίω «ανάβω, καίω»] …

    Dictionary of Greek

  • 118σάαμον — τὸ, Α (λακων. τ.) βλ. σήσαμον …

    Dictionary of Greek

  • 119σάλεα — τά, Α (λακων. τ.) η θάλεα* …

    Dictionary of Greek

  • 120σέλω — Α λακων. τ. τού θέλω …

    Dictionary of Greek