λάκων

  • 101πιθάκνη — και αττ. τ. φιδάκνη και λακων. τ. πισάκνα, ή, Α 1. πιθάρι που χρησιμοποιούσαν συνήθως για εναπόθεση κρασιού, κρασοπίθαρο («οἰκοῡντ ἐν ταῑς πιθάκνεσσι», Ιπποκρ.) 2. πιθάρι για εναπόθεση καρπών 3. φρ. «πιθάκνη ἰατρική» δοχείο φαρμάκων, φαρμακευτικό …

    Dictionary of Greek

  • 102πινακίρ — ἡ, Α λακων. τ. τού πινακίς …

    Dictionary of Greek

  • 103πλαδδιώ — άω, Α (λακων. λ.) 1. φλυαρώ, λέω ανοησίες, μωρολογώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «πλαδ(δ)ιῇ ματαΐζει, σοβαρεύεται» 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «παραφρονῶ, πλησιάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. πλαδδ ιάω εμφανίζει κατάλ. ιάω/ ιῶ, η οποία απαντά σε ρ. που… …

    Dictionary of Greek

  • 104πλατανιστούς — οῡντος,και δωρ. και λακων. τ. πλατανιστάς, ὁ, Α δάσος από πλατάνια, πλατανώνας («καὶ χωρίον Πλατανιστάς ἐστιν ἀπὸ τῶν δένδρων», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατάνιστος «πλάτανος» + κατάλ. οῦς, οῦντος (βλ. οεις)] …

    Dictionary of Greek

  • 105πολιάχος — ὁ, Α (λακων. τ.) βλ. πολιούχος …

    Dictionary of Greek

  • 106πολιούχος — (I) ο / πολιοῡχος, ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, ον, Α (για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος άγιος τής… …

    Dictionary of Greek

  • 107πολυχαρίδας — και πολυχαρείδας, ὁ, Α (μόνο στην κλητ.) ὦ πολυχαρίδα ή ὦ πολυχαρείδα (λακων. τ. δηλωτικός στοργής) φίλτατε, αγαπητέ («ὦ πολυχαρίδα, λαβὲ τὰ φυσατήρια», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύχαρις + κατάλ. ίδας. Η γρφ. με ει για μετρ. λόγους] …

    Dictionary of Greek

  • 108ποσειδαία — και ποσείδεα και λακων. τ. ποσίδαια, τά, Α αγώνες προς τιμήν τού Ποσειδώνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ποσειδῶν + κατάλ. αῖος (πρβλ. Καλαμ αῖα)] …

    Dictionary of Greek

  • 109ποτόδδω — Α (λακων. τ.) βλ. ποτόσδω …

    Dictionary of Greek

  • 110ποτόν — και δωρ. τ. ποτὶ τόν, Α (λακων. τ.) προς τον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πο(τ) τόν < ποτί* με αποκοπή πριν από το άρθρο τόν] …

    Dictionary of Greek