λάκων
11Λάκωνε — Λάκων a Laconian masc nom/voc/acc dual …
12Λάκωνες — Λάκων a Laconian masc nom/voc pl …
13Λάκωνι — Λάκων a Laconian masc dat sg …
14Λάκωνος — Λάκων a Laconian masc gen sg …
15Λάκωσι — Λάκων a Laconian masc dat pl …
16Λάκωσιν — Λάκων a Laconian masc dat pl …
17λάκωνας — και λάκων, ο, θηλ. λάκαινα (Α λάκων, ωνος θηλ. λάκαινα) (ως εθνικό) Λάκωνας, Λάκαινα ο κάτοικος τής Λακωνίας ή αυτός που κατάγεται από τη Λακωνία νεοελλ. (το αρσ.) ο λάκων ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας ελατερίδες αρχ. 1. ως επίθ …
18ὑλακῶν — ὑ̱λακῶν , ὑλακάω pres part act masc voc sg ὑ̱λακῶν , ὑλακάω pres part act neut nom/voc/acc sg ὑ̱λακῶν , ὑλακάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ὑ̱λακῶν , ὑλακάω pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) ὑλακή barking fem gen… …
19όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …
20Афинская национальная обсерватория — Вид с Акрополя на основное здание обсерватории Ориги …