λάκκον
1λάκκον — λάκκος pond masc acc sg …
2λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …
3гробъ — ГРОБ|Ъ (562), А с. 1. Ров: и гробъ ископавъ, въньже въпаде (λάκκον) ГА XIII–XIV, 204в; <П>толомѣи бо, събравъ хѹдожникы, ˫ако да сдѣлають кѹмиръ Артемидінѹ, по дѣлѹ же, гробъ велии ископавъ и лесть скрывъ, повелѣ хѹдожникомъ в немь вечерѩти …
4MORTARIOLUM Maxillae — Hebr. mactes, Iudic. c. 15. v. 15. et seqq. ubi de maxilla asini recenti, quâ arreptâ mille viros ex Philistaeis occidit Samson, et ex qua potum ei, siti confecto, praebuit Deus: Quapropter fidit Deus mortariolum (in Hebr. est vox praefata) quod… …
5λατομώ — (AM λατομῶ, έω) [λατόμος] εξορύσσω λίθους ή μάρμαρα, εργάζομαι σε λατομείο μσν. σκαλίζω παραστάσεις σε σκληρή επιφάνεια, λαξεύω αρχ. φρ. «λατομώ λάκκον» σκάβω βραχώδες μέρος για να εξορύξω πέτρες ή μάρμαρα …