λάθρη
1λάθρη — (Α) επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. λάθρα (Ι) …
2λάθρη — λάθρῃ secretly indeclform (adverb) …
3λάθρῃ — secretly indeclform (adverb) …
4λάθρηι — λάθρῃ , λάθρῃ secretly indeclform (adverb) …
5λάθρᾳ — λάθρῃ secretly attic (indeclform adverb) …
6λάθρα — (I) (Α λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. ύπουλα, προδοτικά 2. ανεπαίσθητα, ελαφρά 3. φρ. «λάθρῃ… …
7κλωπηδίς — (Α) επίρρ. με κλοπιμαίο τρόπο, κλοπιμαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλώψ, ωπός + κατάλ. η δίς (το η από αναλογία προς τα αιφνη δίς, λαθρη δίς). Η επιρρμ. κατάλ. δίς είναι δηλωτική τού τρόπου] …
8λαθρηδά — (Α) επίρρ. λάθρα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. δά (πρβλ. ειλη δά, καναχη δά)] …
9λαθρηδίς — (Α) επίρρ. λάθρα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. δίς (πρβλ. αιφνη δίς, στοιχη δίς)] …
10λαθρηδόν — (Α) επίρρ. λάθρα, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρη + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. αγελη δόν, κεφαλη δόν)] …
- 1
- 2