-
1 λάθος
[латос] ουσ. о. ошибка,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λάθος
-
2 ошибка
-и θ.λάθος, σφάλμα, πλάνη•допустить ошибку κάνω λάθος•
орфографическая ошибка ορθογραφικό λάθος•
грамматические и синтаксические -и γραμματικά και συντακτικά λάθη•
ошибка за -ой λάθη ένα κοντά τ άλλο•
-на -е απανωτά λάθη•
по -е κατά λάθος, από λάθος•
неисправимая ошибка ανεπανόρθωτο λάθος•
грубая ошибка χοντρό λάθος•
судебная ошибка δικαστική πλάνη•
сознавать свою -у αναγνωρίζω (παραδέχομαι) το λάθος μου•
ошибка в счёт λάθος στο λογαριασμό•
буквенная- τυπογραφικό παρόραμα.
-
3 ошибка
ошибк||аж τό λάθος, τό σφάλμα / ἡ πλάνη (заблуждение)/ τό λάθος, τό παράπτωμα (промах):грамматическая \ошибка τό γραμματικό λάθος· буквенная \ошибка полигр. τό τυπογραφικό παρόραμα· грубая \ошибка τό · χονδρό σφάλμα· по \ошибкае κατά λαθος, ἐσφαλμένως· посылать по \ошибкае στέλνω κατά λάθος. -
4 acceptance error
= beta error; β-error; type II error; error of second kindFrench\ \ erreur de seconde espèce; erreur bêta; erreur de deuxième espèce; erreur d'acceptationGerman\ \ Fehler zweiter Art; Fehler 2. Art; Beta-Fehler; AnnahmefehlerDutch\ \ beta-fout; fout van de tweede soort; type-II-foutItalian\ \ errore beta; errore di 2° specie; errore di IIa specie; errore del II tipo; errore di secondo tipo; errore di accettabilitàSpanish\ \ error-beta; error de tipo dos; error beta; error tipo II; error de segunda especie; error de aceptaciónCatalan\ \ error de segona especie; error de tipus II; error β; error d'acceptacióPortuguese\ \ erro de segunda espécie; erro de tipo II; erro-β; erro betaRomanian\ \ eroare beta; eroare β; eroare de al doilea tip; erorare de tipul II; eroare de acceptareDanish\ \ fejl af type IINorwegian\ \ godtakingsfeilSwedish\ \ typ II-fel; fel av andra slagetGreek\ \ λάθος αποδοχής; λάθος βήτα; λάθος-β; λάθος τύπου ΙΙ; λάθος δεύτερου τύπουFinnish\ \ hyväksymisvirhe; β-virhe; tyypin II virheHungarian\ \ béta hiba; másodfajú hiba; elfogadási hibaTurkish\ \ kabul hatası; kabul yanılgısı; beta hatası; beta yanılgısı; II.tür hata; II. tür (tip) yanılgı; ikinci tür (tip) hata; ikinci tür (tip) yanılgıEstonian\ \ beetaviga; teist liiki viga; β-viga; vastuvõtuvigaLithuanian\ \ priėmimo klaidaSlovenian\ \ napaka 2.vrstePolish\ \ beta błąd; β-błąd; błąd typu II; błąd II rodzaju; błąd przyjęciaRussian\ \ допустимая погрешность; бета погрешность; погрешность второго родаUkrainian\ \ помилка другого родуSerbian\ \ грешка прихватљивости; бета грешка; β-грешка; грешка друге врстеIcelandic\ \ fastheldnismistökEuskara\ \ bigarren motako errore; beta akatsFarsi\ \ kh taye no-e dovomPersian-Farsi\ \ خطاي پذيرش; خطاي نوع دوم; خطاي گونه IIArabic\ \ خطأ القبول، خطأ بيتا، ، خطا من النوع الثاني ؛ خطأ من نوع IIAfrikaans\ \ betafout; tipe II-fout; fout van die tweede soort; aanvaardingsfoutChinese\ \ 接 受 错 误 ( β 错 误 ); 贝 塔 ( β ) 错 误 , 第 二 类 错 误; 第 二 类 误 差; 第 二 类 误 差Korean\ \ 베타오류, 제2종 오류 -
5 вина
-ы, πλθ. вины θ.1. σφάλμα, φταίξιμο, λάθος•загладить –у επανορθώνω το σφάλμα•
простить -у συγχωρώ το λάθος•
признать свою -у παραδέχομαι το λάθος μου•
эта вина моя вина αυτό είναι δικό μου λάθος, εγώ φταίω γι αυτό.
|| ενοχή•отрицать свою -у αρνούμαι την ενοχή μου ή το σφάλμα μου.
2. αιτία, υπαιτιότητα•по своей -е εξ αιτίας μου• από λάθος μου.
εκφρ.по -е – λόγω, ένεκχ, εξ αιτίας•по -е непогоды – λόγω της κακοκαιρίας. -
6 ошибка
ошибка ж το λάθος, το σφάλμα· η πλάνη (заблуждение)' по \ошибкае κατά λάθος* * *жτο λάθος, το σφάλμα; η πλάνη ( заблуждение)по оши́бке — κατά λάθος
-
7 оплошность
-и θ.απροσεξία• λάθος•малейшая оплошность το παραμικρό λάθος•
допустить κάνω λάθος•
исправить оплошность διορθώνω το λάθος.
|| αστοχία. -
8 ошибиться
-бусь, -бшься, παρλθ. χρ. ошибся, -лась, -лосьρ.σ. λαθεύω, σφάλλω, κάνω λάθος, σφάλμα, απατώμαι, πλανώμαι•-дверью κάνω λάθος στην πόρτα (πηγαίνω σε άλλη)•
если не -бусь αν δε θα κάνω λάθος•
я -бся в подсчте έκανα λάθος στο λογαριασμό•
я -бся в расчте έπεσα έεω στον υπολογισμό•
я -бся на его счёт έπεσα έξω ως προς αυτόν ή ως προς το ποιόν του.
-
9 просчитать
ρ.σ.1. λογαριάζω, μετρώ•просчитать до ста μετρώ ως τα εκατό•
просчитать деньги μετρώ τα χρήματα.
2. κάνω λάθος στο μέτρημα (δίνω παραπάνω)•кассир -ал двадцать рублей ο ταμίας έκανε λάθος (σε βάρος του) είκοσι ρούβλια.
3. μετρώ (για ένα χρον. διάστημα).κάνω λάθος στο μέτρημα (δίνω παραπάνω). || διαπράττω λάθος, πέφτω έξω στους υπολογισμούς. -
10 ошибка
το σφάλματο λάθοςпризнавать свою - у ομολογώ/αναγνωρίζω το -коллимационная (геод.) - του δείκτηпараллактическая - см. - на параллакс систематическая - συστηματικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибка
-
11 ошибочно
εσφαλμένα, κατά λάθος, από λάθος-ость το λάθος, η ανακρίβεια-ый λανθασμένος, εσφαλμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ошибочно
-
12 ошибаться
ошибатьсянесов, ошибиться сов σφάλλω, κάνω λάθος, ἀπατῶμαι, γελιέμαι, πλανῶμαι:\ошибаться в вычислениях κάνω λάθος στους λογαριασμούς· \ошибаться в ком-л. πέφτω Εξω στή γνώμη μου γιά κάποιον \ошибаться дверью κάνω λάθος στή πόρτα. -
13 поправить
-влю, -вишь ρ.σ.μ.1. (επι)διορθώνω, επισκευάζω•поправить телегу επισκευάζω το αμάξι.
2. εξαλείφω•поправить ошибку διορθώνω το λάθος•
поправить рисунок διορθώνω το ιχνογράφημα.
|| υποδείχνω το λάθος•поправить собеседника διορθώνω το συνομιλητή.
3. τακτοποιώ.4. αποκατασταί-νω, αποκαθιστώ• καλυτερεύω•поправить здоровье καλυτερεύω την υγεία.
1. διορθώνω το λάθος μου.2. τακτοποιούμαι, φτιάχνομαι, παίρνω την πρέπουσα θέση, πόζα.3. διορθώνομαι, καλυτερεύω• αναλαμβάνω. || δυναμώνω, γερεύω.ρ.σ.βλ. править με σημ. για λίγο χρόνο. -
14 пробросить
ρ.σ.μ.1. κοσκινίζω.2. λογαριάζω στο αριθμητήριο.3. λαθεύω στο αριθμητήριο•пробросить шесть рублей κάνω λάθος έξι ρούβλια.
4. αστοχώ (στη βολή).(χαρτπ.) πέφτω έξω, κάνω λάθος στο χαρτί.1. λαθεύω.2. αστοχώ. || κάνω λάθος στο παιγνιόχαρτο. -
15 грубый
грубый χυδαίος απότομος (резкий) ◇ \грубыйая ошибка το μεγάλο λάθος* * *χυδαίος; απότομος ( резкий)••гру́бая оши́бка — το μεγάλο λάθος
-
16 делать
делать κάνω \делать ошибку κάνω λάθος \делать попытку κά νω απόπειρα \делать вывод συμ περαίνω, κάνω συμπέρασμα что нам \делать? τι να κάνουμε; \делатьться 1) γίνομαι \делатьется жар ко ζεσταίνει 2) (происходить): что здесь \делатьется? τι τρέχει (συμβαίνει) εδώ;* * *де́лать оши́бку — κάνω λάθος
де́лать попы́тку — κάνω απόπειρα
де́лать вы́вод — συμπεραίνω, κάνω συμπέρασμα
что нам де́лать? — τί να κάνουμε
-
17 заблуждаться
-
18 заблуждение
-
19 нечаянно
нечаянно άθελα· κατά λάθος (по ошибке)' извините, я \нечаянно συγνώμη, δεν το ήθελα* * *άθελα; κατά λάθος ( по ошибке)извини́те, я неча́янно — συγνώμη, δεν το ήθελα
-
20 оговорка
оговорка ж 1) (условие) η επιφύλαξη, η ρήτρα· сделать \оговоркау βάζω όρο, θέτω ρήτρα 2) (сказанное по ошибке) το λάθος* * *ж1) ( условие) η επιφύλαξη, η ρήτραсде́лать огово́рку — βάζω όρο, θέτω ρήτρα
2) ( сказанное по ошибке) το λάθος
См. также в других словарях:
λᾶθος — neut nom/voc/acc sg λῆθος neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθος — escape from detection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθος — (I) το, πληθ. και λάθια (AM λάθος) νεοελλ. φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία τού τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» χωρίς … Dictionary of Greek
λάθος — το σφάλμα, άστοχη ενέργεια, πλάνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάθει — λάθος escape from detection neut nom/voc/acc dual (attic epic) λάθεϊ , λάθος escape from detection neut dat sg (epic ionic) λάθος escape from detection neut dat sg λά̱θει , λᾶθος neut nom/voc/acc dual (attic epic) λά̱θεϊ , λᾶθος neut dat sg (epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθῶν — λάθος escape from detection neut gen pl (attic epic doric) λᾱθῶν , λᾶθος neut gen pl (attic epic doric) λᾱθῶν , λήθη forgetting fem gen pl (doric) λᾱθῶν , λῆθος neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθιος — λάθος escape from detection neut gen sg (doric) λά̱θιος , λᾶθος neut gen sg (doric) λά̱θιος , λῆθος neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντικρίζω — (λάθος το αντικρύζω), ίκρισα 1. είμαι αντικρύ, βλέπω από αντικρύ: Από το σπίτι μου αντικρίζω την Ακρόπολη. 2. αντιμετωπίζω (ανάγκες κτλ.): Με δυσκολία αντικρίζω τα έξοδά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
λαθεύω — (Μ λαθεύω) [λάθος] κάνω λάθος, διαπράττω σφάλμα, σφάλλω, αστοχώ («λάθεψες πάλι στους υπολογισμούς σου») νεοελλ. 1. διαφεύγω, ξεφεύγω από την προσοχή κάποιου, περνώ απαρατήρητος 2. (μτ6.) κάνω κάποιον να διαπράξει σφάλμα μσν. μέσ. λαθεύομαι… … Dictionary of Greek