λάθαργος
1λάθαργος — λάθαργος, ὁ (Α) 1. ξύσμα δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ» 3. λαίθαργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.] …
2λάθαργος — bit of leather masc nom sg …
3λαθάργῳ — λάθαργος bit of leather masc dat sg …
4λάθαργοι — λάθαργος bit of leather masc nom/voc pl …
5λαίθαργος — και λάθαργος, ον (Α) 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που… …