λάβρᾳ
1λάβρα — η 1. μεγάλη ζέστη, καύσωνας: Η λάβρα του καλοκαιρινού μεσημεριού. 2. μτφ., ψυχική υπερδιέγερση, καημός: Έγινε λάβρα η ψυχή μου όταν τον είδα άρρωστο. 3. ακρίβεια ζωής: Ο λογαριασμός ήταν φωτιά και λάβρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2λάβρα — η 1. ισχυρός καύσωνας, μεγάλη ζέστη, κάψα, υπερβολική θερμότητα 2. μτφ. ψυχική υπερδιέγερση, μεγάλος καημός, έξαψη 3. φρ. «φωτιά και λάβρα» α) αφόρητη ζέστη β) μεγάλη στενοχώρια, καημός γ) μεγάλη ακρίβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. λάβρος, κατά τα …
3λάβρα — λάβρος furious neut nom/voc/acc pl …
4λάβρακ' — λάβρᾱκα , λάβραξ Labrax lupus masc acc sg λάβρᾱκι , λάβραξ Labrax lupus masc dat sg λάβρᾱκε , λάβραξ Labrax lupus masc nom/voc/acc dual …
5λαβρίζω — [λάβρα] 1. έχω υψηλό πυρετό, ψήνομαι στον πυρετό 2. ανάβω, καίγομαι, φλέγομαι 3. έχω φλογερά αισθήματα για κάποιον, φλέγομαι από πόθο ή άλλο έντονο συναίσθημα 4. (μτβ.) καίω, φλέγω 5. μέσ. λαβρίζομαι καίγομαι …
6λαβράκων — λαβρά̱κων , λάβραξ Labrax lupus masc gen pl …
7λάβρ' — λάβρα , λάβρος furious neut nom/voc/acc pl λάβρε , λάβρος furious masc/fem voc sg …
8λάβρακα — λάβρᾱκα , λάβραξ Labrax lupus masc acc sg …
9λάβρακας — λάβρᾱκας , λάβραξ Labrax lupus masc acc pl …
10λάβρακες — λάβρᾱκες , λάβραξ Labrax lupus masc nom/voc pl …