κῶς
1Κῶς — to Cos fem nom sg …
2Κώς — Κῶς to Cos fem nom/voc sg …
3κώς — κως , πως how? ionic (enclitic indeclform particle) …
4κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …
5Κώς — Sp Kòsas Ap Κώς/Kos L s. ir mst. Graikijoje (P. Sporadų ss.) …
6Κως — η γεν. Κω, νησί στα Δωδεκάνησα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7κως — πως how? ionic (enclitic indeclform particle) …
8κῶς — πῶς how? ionic (indeclform interrog) πως how? ionic (enclitic indeclform particle) …
9Επίχαρμος — (Κως ή Υβλαία Μέγαρα ή Συρακούσες 550/540 π.Χ. – Συρακούσες 460; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Έζησε κυρίως στα Μέγαρα της Σικελίας, στην αυλή των τυράννων Γέλωνα και Ιέρωνα. Έγραψε, κατά Σούδα, 52 δράματα που αποτέλεσαν 10 βιβλία. Θεωρείται ο κορυφαίος… …
10Κάσδαγλης, Νίκος — (Κως 1928 –). Συγγραφέας. Σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας (ΑΤΕ) στο υποκατάστημα της Ρόδου. Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας απολύθηκε και επανήλθε στην υπηρεσία του μετά …