κῶς

  • 91Λικ, Γουίλιαμ Μάρτιν — (William Martin Leake, Λονδίνο 1777 – 1860). Άγγλος στρατιωτικός, τοπογράφος και αρχαιολόγος. Διετέλεσε αξιωματικός του αγγλικού πυροβολικού, υπηρετώντας αρχικά στις Αντίλλες και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου στάλθηκε για να οργανώσει το… …

    Dictionary of Greek

  • 92Μαύσωλος — (4ος αι. π.Χ.). Σατράπης της Καρίας (377 353 π.Χ.). Ήταν γιος του σατράπη της Καρίας, Εκατόμνου, και μολονότι ο ίδιος ήταν επισήμως σατράπης, στην πραγματικότητα υπήρξε ανεξάρτητος δυνάστης της Καρίας. Αρχικά διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 93Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 94παλουδίνος — (paludinus). Γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας των ποταμοφιλιδών. Zει σε γλυκά νερά και κύριο χαρακτηριστικό του είναι τα τοποθετημένα στη βάση των κεραιών μάτια του. Ζει σε όλους τους ποταμούς της Ευρώπης. Απολιθωμένα λείψανα του γένους αυτού… …

    Dictionary of Greek

  • 95Πραξιτέλης — (4ος αι. π.X.). Αθηναίος γλύπτης, γιος του Κηφισόδοτου και πατέρας του Κηφισόδοτου και του Τιμάρχου, επίσης γλυπτών. Ο Πλίνιος τοποθετεί την ακμή του στην 104η Ολυμπιάδα (364 – 361) και ο Παυσανίας αναφέρει ότι έδρασε περίπου το 340. Περί τα μέσα …

    Dictionary of Greek

  • 96ԽԱՌՆԱԿԱԲԱՆ — ( ) NBH 1 0926 Chronological Sequence: Unknown date ա.մ. καταχρηστικός, κῶς abusivus, abusive. Պիտակաբար առացեալ. պիտակ կամ հասարակ բանիւ. որ եւ ասի՝ ՅՈՐՋՈՐՋԱՆՕՔ. ԴՐՈՒԹԵԱՄԲ. *Իբրեւորդի լուիցես, մի խառնակաբան համարիցիս զանունն, այլ՝ ճշմարիտ որդի… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 97Kos — Sp Kòsas Ap Κώς/Kos L s. ir mst. Graikijoje (P. Sporadų ss.) …

    Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • 98Kosas — Sp Kòsas Ap Κώς/Kos L s. ir mst. Graikijoje (P. Sporadų ss.) …

    Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • 99Κώτης — ο θηλ. Κώτισσα ο κάτοικος της Κως ή εκείνος που κατάγεται απ αυτή …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 100βεβακώς — βάζω speak perf part act masc nom/voc sg βεβᾱκώς , βαίνω walk perf part act masc nom/voc sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)