κῶς

  • 81πως — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. κως Α (εγκλιτ. τροπ. επίρρ.) 1. κατά κάποιον τρόπο, κάπως 2. φρ. «αλλιώς πως» και «ἄλλως πως» κατά κάποιον άλλο τρόπο αρχ. 1. με κάθε τρόπο, οπωσδήποτε («ἀλλὰ μὴ γένοιτο πως», Αιχύλ.) 2. συχνά τίθεται μετά από υποθετικά μόρια …

    Dictionary of Greek

  • 82συνόχωκα — Α (επικ. αμτβ. παρακμ. τού συνέχω) 1. είμαι συνδεδεμένος με κάποιον ή με κάτι («ὤμω ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε», Ομ. Ιλ.) 2. έχω καταρρεύσει («δέος δ ἕλε πάντας Ἀχαιοὺς τείχεος ὡς ἤδη συνοχωκότος ἐν κονίῃσιν», Κόϊντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. παρακμ. τού… …

    Dictionary of Greek

  • 83χονδρός — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …

    Dictionary of Greek

  • 84χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… …

    Dictionary of Greek

  • 85Αλαχιώτης, Σταμάτης — (Ασφενδιού, Κως 1944 –).Βιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε, με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του ΑΠΘ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1969. Διορίστηκε το 1972 βοηθός στο εργαστήριο… …

    Dictionary of Greek

  • 86Απελλής — I (Κολοφών 380/370 – Κως περ. 330 π.Χ.). Ζωγράφος. Οι διηγήσεις σχετικά με τον Α. είναι πλούσιες και δίνουν πολλές λεπτομέρειες και για τη ζωή και για το έργο του. Όμως, η επιστημονική έρευνα της εποχής μας, παρά την προσπάθειά της να απομονώσει… …

    Dictionary of Greek

  • 87Δωρική εξάπολη — Συνασπισμός έξι δωρικών πόλεων που βρίσκονταν στα παράλια της Καρίας και στα γειτονικά νησιά. Οι πόλεις αυτές ήταν η Ιαλυσός, η Λίνδος και η Κάμιρος στη Ρόδο, η Κως, η Κνίδος και η Αλικαρνασσός. Οι Δωριείς κάτοικοι των πόλεων αυτών τελούσαν από… …

    Dictionary of Greek

  • 88Ζ, ζ — Το έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Κατείχε την έβδομη θέση στο αρχαίο αττικό αλφάβητο και την έκτη στο ιωνικό. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν το ζ για τη μεταγραφή λέξεων που είχαν δανειστεί από την ελληνική και το τοποθέτησαν στο τέλος του… …

    Dictionary of Greek

  • 89Ιερεμίας — I (Αναθώθ, Βασίλειο του Ιούδα 650 π.Χ. – Αίγυπτος περ. 590 π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Εμφανίστηκε στον δημόσιο βίο το 626 π.Χ., σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολλά από τα κηρύγματά… …

    Dictionary of Greek

  • 90Κόνων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (444; – 389 π.Χ.). Γιος του πλούσιου Αθηναίου Τιμοθέου, ανέλαβε σε πολλές μάχες τη θέση του στρατηγού από το 414 έως το 413. Όταν ηττήθηκε ο Αλκιβιάδης στην Κύμη, του ανατέθηκε η ηγεμονία των… …

    Dictionary of Greek