κῶοι

  • 1Κῶοι — Κῶος caves masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κῶοι — κῶος caves masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Κῷοι — Κῷος of masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Κῶιοι — Κῷοι , Κῷος of masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5πέλειος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» 2. πελιδνός, μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6άλεξις — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του μάντη Αμφιάραου. Απόγονοί της ήταν οι δαίμονες του Άργους Ελάσιοι, που θεράπευαν την επιληψία. * * * ἄλεξις, η (Α) [ἀλέξω] 1. επικουρία, βοήθεια 2. ως επίθετο τού Ηρακλή («Κῷοι ἄλεξιν τὸν Ἡρακλέα νομίζουσιν», Αριστείδ …

    Dictionary of Greek

  • 7κώος — (II) κῶος και, κατά τον Ησύχ., κόος, ὁ (Α) 1. (συν. τον πληθ.) οἱ κῶοι σπήλαια («ἔνιοι δὲ κώους μᾱλλον τὰ τοιαῡτα κοιλώματα λέγεσθαί φασιν», Στράβ.) 2. (στην Κόρινθο) δημόσια φυλακή 3. (κατά τον Ησύχ.) κοίλωμα γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κῶος < *κῶF ος …

    Dictionary of Greek

  • 8μέροψ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Τριόπα ή του Ύαντα. Βασίλευε στο νησί της Κω, το οποίο ονομαζόταν Μερόπη από το όνομά του, αλλά και Κως από την κόρη του. Παιδιά του ήταν επίσης η Ηπιόνη, γυναίκα του Ασκληπιού, και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 9πέλεια — και πελίη, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. στον πληθ. αἱ πέλειαι οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel / *pol «γκρίζος, φαιός» με… …

    Dictionary of Greek

  • 10τέγε(α) — Α (κατά τον Ησύχ.) «κόρυζα, Κῷοι» …

    Dictionary of Greek