κῶμον
1Κῶμον — Κῶμος revel masc acc sg …
2κῶμον — κῶμος revel masc acc sg …
3Комо — У этого термина существуют и другие значения, см. Комо (значения). Коммуна Комо Como Страна Италия …
4Комо (Италия) — Комо Como Герб …
5Комо (город в Италии) — Комо Como Герб …
6COMESSATIO melius COMISSATIO — COMESSATIO, melius COMISSATIO secundum Aldum Manutium Iunior. in Orthogr. ratione, Leonardum Malaespinam et alios, quintus erat apud Veteres cibi capiendi modus, quô post cenam antequam cubitam irent, utebantur. Anglice forte a night drincking… …
7COMUM — Colonia, et urbs Episcopalis Insubriae ad Lacum Larium, quod instauratum Novocomum dictum est, vulgo Como. Patria Plinii Iunioris, Pauli Iovii, et Caecilii Poetae, de quo Catullus, carm. 26. Poetae tenero, meo sodali Velim, Caecilio, papyre,… …
8ανεγείρω — (AM ἀνεγείρω) χτίζω, οικοδομώ μσν. (αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαι αρχ. 1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον 2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω 3. εξεγείρω, ερεθίζω …
9ασπιδηφόρος — ἀσπιδηφόρος, ον (Α) 1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα 2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.) 3. ως ουσ. ο στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους… …
10εγκώμιο — Στην αρχαιότητα, άσμα που εξυμνούσε τον νικητή ενός αγώνα ή τις αρετές και τις καλές πράξεις κάποιου. Ο Αριστοτέλης διακρίνει το ε. από τον έπαινο, επειδή «ο έπαινος της αρετής, τα δε εγκώμια των έργων». Ορισμένες από τις ωδές του Πινδάρου… …
- 1
- 2