κῶλα
1κῶλα — κῶλον limb neut nom/voc/acc pl …
2κῶλ' — κῶλα , κῶλον limb neut nom/voc/acc pl …
3κώλο(ν) — το (AM κώλον) 1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» χέρια β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ. γ. «τά τ ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.) 2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται… …
4COLIADOS — Veneris Templum sic vocatur in Attica, ab Adolescente quodam Attico, a piratis Tyrrhenis capto: qui cum vinctus esset, κῶλα, i. e. manus ac pedes et a Principis piratarum filia amatus ac liberatus; reversus Athenas eneri templum vovit ac… …
5ισόκωλος — η, ο (Α ἰσόκωλος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ίσα κώλα, από ίσα μέλη περιόδου 2. το ουδ. ως ουσ. το ισόκωλο(ν) σχήμα λόγου κατά το οποίο τα κώλα μιας περιόδου αποτελούνται από ίσον αριθμό συλλαβών (α. «με γενικές απόλυτες και ισόκωλα, αντίς… …
6κωλίζομαι — (Α) [κώλον] 1. είμαι χωρισμένος σε κώλα («τὰ κεκωλισμένα βιβλία», Ολυμπ.) 2. (για ποιητ. έργα) ταξινομούμαι σε μετρικά κώλα …
7κωλοειδής — κωλοειδής, ές (Α) ο διαιρεμένος σε κώλα. επίρρ... κωλοειδῶς με διαίρεση σε κώλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον + ειδής*] …
8μακρόκωλος — μακρόκωλος, ον (AM) μσν. αυτός που έχει μακριά πόδια, μακροσκελής («τῶν κυνῶν ἐγκρίνουσι τοὺς μακροκώλους», Γεωπ.) αρχ. 1. (για σφενδόνα) αυτή που έχει μακρούς ιμάντες 2. (για φράσεις, προτάσεις κ.λπ.) αυτός που αποτελείται από μεγάλα κώλα, από… …
9ισόκωλος — η, ο 1. που αποτελείται από ίσα κώλα (δηλ. μέλη περιόδου). 2. το ουδ. ως ουσ., ισόκωλο σχήμα λόγου, όπου τα κώλα αποτελούνται από ίσο αριθμό συλλαβών: Με γενικές απόλυτες και με ισόκωλα, αντίς να πάμε εμπρός πάμε πισόκωλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10Pindare — Buste de Pindare, copie d un original du Ve siècle av. J.‑C., Musée archéologiqu …