κῶλα

  • 41στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 42συναπαρτίζω — ΝΜΑ απαρτίζω, συνθέτω κάτι από πολλά μέρη ή στοιχεία αρχ. 1. καθιστώ κάτι άρτιο μαζί με κάποιον 2. έχω το ίδιο μέγεθος με άλλον («αἱ Κάνναι... ἀντίκεινται τῇ νήσῳ καὶ συναπαρτίζουσι», Στράβ.) 3. (αμτβ.) α) είμαι ανάλογος, σύμμετρος προς κάποιον ή …

    Dictionary of Greek

  • 43τετράκωλος — η, ο / τετράκωλος, ον, ΝΑ, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερα μέλη, τετραμελής 2. αυτός που αποτελείται από τέσσερα κώλα περιόδου 3. φρ. «τετράκωλος περίοδος» (αρχ. μετρ.) μετρική περίοδος που αποτελείται από τέσσερεις σύνθετους πόδες,… …

    Dictionary of Greek

  • 44τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …

    Dictionary of Greek

  • 45τρίκωλος — ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από τρία κώλα ή από τρία μέλη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίκωλον περίοδος με τρεις προτάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ὀκτά κωλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 46τροχαίος — Δισύλλαβος πόδας της αρχαίας ελληνικής μετρικής, που έχει την πρώτη συλλαβή μακρά (θέση) και τη δεύτερη βραχεία (άρση), είναι δηλαδή του τύπου –’ υ. Είναι ακριβώς αντίθετος από τον ίαμβο, ο οποίος είναι επίσης δισύλλαβος πόδας, αλλά σε αυτόν… …

    Dictionary of Greek

  • 47Κωλιάδα — Αρχαιοελληνική θεότητα, η οποία λατρευόταν πάνω στο ομώνυμο ακρωτήριο της Αττικής (Κωλιάδα άκρα), στη σημερινή τοποθεσία Άγιος Κοσμάς, κοντά στο Ελληνικό. Αργότερα, η ονομασία αυτή αποδόθηκε στην Αφροδίτη και ταυτίστηκε με αυτήν (Κ. Αφροδίτη), το …

    Dictionary of Greek

  • 48ԴԻԱԿՆ — (կան, կունք, կանց.) NBH 1 0622 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c գ. νεκρός, τεθνικῶς mortuus, κώλα corpora Դի. շաղիղ. մեռեալ. մարմին մարդոյ վախճանելոյ. արձան կործանեալ կամ փշրեալ. մեռել. լեշ .... Տե՛ս ՟Ա. Թագ. ՟Ժ՟Ե.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 49ανάλυση — η 1. χωρισμός των στοιχείων ενός όλου: Στο χημείο έκαμαν ανάλυση του νερού που πίνουμε. 2. βαθιά διερεύνηση ενός συνόλου ή μερών του: Μας είπαν να κάνουμε ανάλυση του ποιήματος «Θερμοπύλες» του Καβάφη. 3. λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 50αφήνω — άφησα και αφήκα, αφέθηκα, αφημένος 1. δεν κρατώ, δε δεσμεύω κάτι, απολύω: Άφησε το πουλί ελεύθερο. 2. παρατώ, εγκαταλείπω: Άφησε τη γυναίκα του κι έφυγε. 3. δεν εμποδίζω, επιτρέπω: Δεν αφήνουν να περάσει κανείς μέσα στο κτίριο. 4. κληροδοτώ:… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)