κῶλα
31ομοιοτέλευτος — η, ο (Α ὁμοιοτέλευτος, ον) 1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος 2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα (ρητ.) σχήμα κατά το… …
32πάρισος — η, ο / πάρισος, ον, ΝΑ 1. σχεδόν ίσος, ισόρροπος («πέλαγος πάρισον τῷ Ποντικῷ», Στράβ.) 2. (στην αρχαία ρητορική) ο ακριβώς ισοζυγισμένος σε μια πρόταση λόγος, αυτός που έχει ίσο αριθμό συλλαβών ή αντιστοιχία λέξεων με την προηγούμενη πρόταση… …
33παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… …
34περιοδικός — ή, ό / περιοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίοδος] αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό έντυπο,… …
35πολύκωλος — ον, Α (για ποιητ. μέτρα και συντ. περιόδους) αυτός που αποτελείται από πολλά κώλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ισό κωλος)] …
36πριάπειος — α, ο / πριάπειος, εία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. πριήπειος, είη, ον, Α [Πρίαπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πρίαπο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πριάπεια συλλογή από 80 ολιγόστιχα ενδεκασύλλαβα και ελεγειακά λατινικά ποιήματα γραμμένα σε… …
37σατούρνιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αντίστοιχο τού Κρόνου ρωμαϊκό θεό Σατούρνο, κρόνιος 2. φρ. «σατούρνιος στίχος» (μετρ.) στίχος τής λατινικής ποίησης, ιδίως τών Όσκων, τών Ομβρικών και τών Πελιγνών, που αποτελείται από δύο κώλα, από… …
38στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο …
39στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …
40στιχοτομία — η, Ν (στην παλαιογραφία) ο χωρισμός σε συντακτικές περιόδους ή κώλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + τομία (< τόμος < τέμνω), πρβλ. ρυμο τομία] …