κῶλα

  • 21επισύνθεσις — ἐπισύνθεσις, ἡ (Α) 1. σύνδεση, συναρμογή 2. σύνθεση στίχου από δύο κώλα διαφορετικού ρυθμού …

    Dictionary of Greek

  • 22επισύνθετος — ἐπισύνθετος, ον (Α) [σύνθετος] 1. αυτός που σχηματίζεται από συναρμογή, ο σύνθετος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπισύνθετον (μέτρον) μέτρο που αποτελείται από κώλα διαφορετικού ρυθμού …

    Dictionary of Greek

  • 23επτάκωλος — ἑπτάκωλος, ον (Α) (για τμήμα ποιητικού κειμένου) με επτά κώλα …

    Dictionary of Greek

  • 24ευεπής — εὐεπής, ές (ΑΜ) ο ευφράδης, ο εύγλωττος αρχ. 1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.) 2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ») 3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι»,… …

    Dictionary of Greek

  • 25ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… …

    Dictionary of Greek

  • 26κατακόβω — και κατακόπτω και κατακόφτω (AM κατακόπτω) 1. κόβω κάτι σε πολλά τεμάχια, κατακομματιάζω («κατακόπτειν τὰ ἀγάλματα», Διόδ.) 2. κόβω κάτι σε μεγάλο βάθος και έκταση 3. σφάζω, πετσοκόβω («τοὺς καταφυγόντας ἐκ τῆς μάχης καταγινέων κατέκοπτε», Ηρόδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 27κωλακρέτης — και κωλαγρέτης, ὁ (Α) 1. τίτλος άρχοντα τής αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά τής πόλης 2. φρ. «κωλακρέτου γάλα» (κωμικά) δικαστικός μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή τού γ σε κ ,… …

    Dictionary of Greek

  • 28μονότροπος — η, ο (ΑΜ μονότροπος, ον) αυτός που γίνεται ή υπάρχει κατά έναν και μοναδικό τρόπο, ο ενός μόνο είδους, μονότονος νεοελλ. 1. φυσ. χημ.) αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο τής μονοτροπίας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονότροπα βοτ. γένος… …

    Dictionary of Greek

  • 29οκτάκωλος — ὀκτάκωλος, ον (Α) 1. (για στροφή ποιήματος) αυτή που αποτελείται από οκτώ στίχους 2. αυτός που αποτελείται από οκτώ κώλα, από οκτώ μέρη ή μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου»] …

    Dictionary of Greek

  • 30ομοιοσκελής — ὁμοιοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει όμοια σκέλη («κῶλα ὁμοιοσκελῆ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. πολυ σκελής] …

    Dictionary of Greek