κῦμα δέ μιν προσπλάζον ἐρύκεται
1προσπλάζω — Α (ως ποιητ. συντετμημένος τ. τού προσπελάζω) χτυπώ πάνω σε κάτι, προσκρούω («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πλάζω «πλήττω, χτυπώ»] …
1προσπλάζω — Α (ως ποιητ. συντετμημένος τ. τού προσπελάζω) χτυπώ πάνω σε κάτι, προσκρούω («κῡμα δὲ μιν προσπλάζον ἐρύκεται», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + πλάζω «πλήττω, χτυπώ»] …